“Ανεπανάληπτος θα πεις εσύ για μένα”: Ωδή στον Γιώργο Σκούρτη |
Του Ανδρέα Ρουμελιώτη
Η χαρτοπετσέτα με το ποίημα
Ο Μπάμπης (ο Τσικλιρόπουλος) κακομουτσούνιασε του στυλ: “τι μαλακίες γράφεις πάλι”, ο Γιώργος (ο Σκούρτης) του ‘κανε μια γκριμάτσα: “άντε γαμήσου κι εσύ κι ο γρύλος σου” κι αφού παρήγγειλε άλλη μια γύρα κερασμένα διπλά ουίσκια, μου έδωσε την χαρτοπετσέτα με το ποίημα: “δες το εσύ νεαρέ που τα πιάνεις, γιατί αυτός έχει μυαλό άχυρο”.
Το ποίημα που έγραψε ο Γιώργος σε χρόνο dt, ανάμεσα σε δυο γουλιές σκωτσέζικες, στην μπάρα του μπαρ “ΣΤΟΑ” στην Πατησίων έλεγε: “Ανεπανάληπτος θα είμαι εγώ για σένα/ανεπανάληπτος θα πεις εσύ για ‘μένα/ανεπανάληπτος θα είμαι στην ζωή σου” κοκ.
Μαγκώθηκα.
Την δεκαετία του ’80 με είχαν επικηρύξει όλες οι φεμινιστικές οργανώσεις, ακόμα και οι Ε.Γ.Ες με τις γούνες της κυρίας Μαργαρίτας (Παπανδρέου) για τα φαλοκρατικά ανέκδοτα που έγραφα στην “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, αλλά τέτοιο πράγμα δεν είχα τολμήσει να γράψω: “ότι έγω – και καλά – εγώ είμαι ο ανεπανάληπτος και εσύ μιατριχαπταρχίδια μου” που επιβεβαιώνει ότι είμαι ο (!) ανεπανάληπτος.
“Ρε συ Γιώργο, δεν υπάρχει πιο φαλοκρατικό απ’ αυτό”, τόλμησα να πω, “δεν θα περπατήσει, ασ’το να πάει στο διάολο.”
Ο Μπάμπης κούνησε κοροϊδευτικά το κεφάλι του.
Ο Σκούρτης δεν μάσησε με μας τις συντηρίκλες και το ‘δωσε στον Τόλη (τον Βοσκόπουλο) κι έγινε και γαμώ τα σουξέ, όλες οι καθωσπρέπει κερίες το τραγουδάγανε, χωρίς να φαντάζονται ότι ο στιχουργός του εν λόγω σκυλάδικου, ήταν ο πιο βαθυστόχαστος, ο πιο σκληρός -στο κείμενο- θεατρικός συγγραφέας που γνώρισε τ(οι)ούτος ο τόπος .
Η ζωή σου να το ξέρεις/είναι επικηρυγμένη
Ο Μπάμπης έγραψε κάτι πιο κουλτουριάρικο ένα βράδυ μετά από καμιά δεκαριά διπλά (ουΐσκι) στο “ΝΤΑ ΝΤΑ” στα Εξάρχεια – την ώρα που απήγγειλε ο Καρούζος
– “και συ Ελένη/και κάθε Ελένη/της επαρχείας – της Αθήνας κοιμωμένη/η ζωή σου να το ξέρεις/είναι επικηρυγμένη/να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο/κι άλλο εκείνη να πεθαίνει”.
Ο Γιώργος Σκούρτης με τον Γιώργο Βότση και τον Φίλη Καϊτατζή σε ένα πάρτυ μου στην Χαλκίδα
Κάποιος συνάδελφός μου, δημοσιογράφος στην “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ” – που ΄χε χάσει πολλά λεφτά στα χαρτιά (;) και πίστεψε πως θα πιάσει την καλή και θα πάρει, για να ρεφάρει, τα λεφτά της επικήρυξης – πήγε στον εκδότη μας τον Κίτσο τον Τεγόπουλο στην Φωκιλίδου.
“Έχω αποδείξεις για το ποιοι είναι οι εγκέφαλοι της “Ε.Ο. 17 Νοέμβρη” του είπε, θέλω να κάνω την αποκάλυψη στην εφημερίδα.
Τον διαολόστειλε ο Κίτσος – ο πιο ευφυής άνθρωπος που είχα την τύχη να γνωρίσω – “μη μου πεις τίποτα, γιατί θα τους ειδοποιήσω να φύγουν.”
Πήγε στον εισαγγελέα τον Τσεβά, που ‘θελε να γίνει νέος Σαρτζετάκης και τον έπεισε.
Μετά τον Γιώργο τον Βότση, ο Τσεβάς ανέκρινε τον Μανώλη (τον Ρασούλη).
Ο Ρασούλης ομολόγησε: “Είμαι και παραείμαι”!
“Και που είναι το 45άρι που δολοφονείς; Πώς τους σκοτώνεις;”
“Διά της δηλητηριάσεως”, ομολόγησε ο Μανώλης…
Τώρα το γλυκό είχε δέσει.
Ο Τσεβάς ασπάστηκε τις αποκαλύψεις του “συναδέλφου” μου.
Όταν η Χαρούλα η Αλεξίου τραγουδούσε το συνθηματικό τραγούδι του Μπάμπη “Ελένη”, χτυπούσε η 17Ν…
“Εδώ τρομοκράτης Βου”
Ο Σκούρτης και ο Τσικλιρόπουλος έγιναν πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες.
Έβλεπες τις περίεργες φάτσες τους με τα μούσια και το βλέμμα που σκοτώνει κρεμασμένες στα περίπτερα και ήσουνα περισσότερο από σίγουρος ότι “αυτοί είναι”.
Χαρις Αλεξιου..Ελενη
Η αντιτρομοκρατική μπουκάρισε στο καμαρίνι της Αλεξίου λίγο πριν βγει στην πίστα.
Περικύκλωσε και το σπίτι του Μπάμπη στο Πήλιο, όπου είχε αποσυρθεί για να γράψει και ζούσε μια μια πανέμορφη τσιγγάνα.
Τον πήρα τηλ.: “Εδώ τρομοκράτης Βου” έλεγε ο τηλεφωνητής, κατά το πράκτορας Θου-Βου, του Βέγγου.
Κωμικοτραγικές στιγμές που κανείς συγγραφέας κωμωδίας δεν θα μπορούσε να σκαρφιστεί.
Από το ίδιο πάρτυ του Ράδιο “Ε” στην Χαλκίδα
“Η Δευτέρα Παρουσία σε απευθείας μετάδοση”
Ωραίοι άντρες και οι δυο!
Ίδιος ο θεός Απόλλωνας ο Μπάμπης ή μάλλον ίδιος ο Θεός ο αληθινός, των Χριστιανών.
Ξαναδιάβασα το “Η Δευτέρα Παρουσία σε απευθείας μετάδοση” και το “Ο ερασιτέχνης άνθρωπος” όταν πέθανε.
Θα περάσουν δυο αιώνες για να ξαναεμφανιστούν τόσο σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς.
Ο Μπάμπης
Ισοϋψής του ήταν κι ο Σκούρτης, το alterego του, αυτοκόλλητοι και συνέχεια μαλωμένοι, καθόντουσαν στα αντικριστά σκαμπό της μπάρας στην “ΣΤΟΑ”, πίνανε το ένα μετό το άλλο τα διπλά (ουΐσκια) και τα περισσότερα βράδια, δεν μιλιόντουσαν.
Ο Μήτσος (ο Ευθυμιάδης) είχε την καλύτερη πένα, το ξέρανε.
Ήταν η ψυχή της παρέας.
Και τον φίλο τους τον Μητσάρα, που ‘φυγε πρώτος, ο Γιώργος κι ο Μπάμπης τονεψιλοζηλεύανε.
Ο Μήτσος είχε γράψει:
«Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες.
Κοτζαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα. Καληώρα.
Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δώσ’ του κόψιμο ο πασάς
κι υπαγόρευε το ράσο: «Σφάξε με αγά μ’ ν’ αγιάσω».