Αναμνήσεις επί Κολωνώ
Ετος 1956. Οικογένεια φωτογραφίζεται στο καφενεδάκι του Καπράλου από τον φωτογράφο της γειτονιάς Αλέκο. Από το blog της Επιτροπής Κατοίκων Ακαδημίας Πλάτωνος
Πηγή ,Ροββά Κατερίνα/τα Νέα
Από τον χωματόδρομο της Λένορμαν σηκώνεται σκόνη. Ακούγονται φωνές. Πλανόδιοι έμποροι περνούν και η πιτσιρικαρία δίνει ραντεβού στο Καπνεργοστάσιο για σφεντονοπόλεμο με τις «συμμορίες» της Ακαδημίας Πλάτωνος. Το κουρείο του Ζαμπέτα, όπου ο γιος του Γιώργος πρωτομαθαίνει να παίζει μπουζούκι, είναι λίγο πιο κάτω.
Το σπίτι της Μάγιας Μελάγια επίσης, του Νίκου Φέρμα, του ολυμπιονίκη Μάντακα. Σπίτια με αυλές και κότες. Με κοινόχρηστες τουαλέτες και πλυσταριό. Η παιδική χαρά όπου έπαιζε μικρός ο Γαβράς, το αρχοντικό όπου συνελήφθη ο Πλουμπίδης, το τραμ προς Κολοκυνθού. Και το ταξί του Καρκαμίτσα, του πρώτου ταξιτζή του Κολωνού, παρκαρισμένο στου Χατζημαλή, έχει φέρει τον Ακη Πάνου σε μια από τις δημοφιλείς ταβέρνες της εποχής…
Πριν από λίγο καιρό, στο ιστορικό καφενείο του Καπράλου στον Κολωνό, μέσα από διηγήσεις παλιών κατοίκων της περιοχής ζωντάνεψαν εικόνες από μια Αθήνα που έχει χαθεί. Με αγάπη και μεράκι για τη γειτονιά τους αρκετοί ήταν εκείνοι που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της οργάνωσης Monumenta και παραχώρησαν προφορικές συνεντεύξεις για τον Κολωνό των παιδικών τους χρόνων.
Η συνοικία, όπως και άλλες γειτονιές της Αθήνας, με τα συρματοπλέγματα, τα πηγάδια και τους κήπους, τα χαμηλά της σπίτια, τη ζωή των κατοίκων της, σκιαγραφείται μέσα από μοναδικές φωτογραφίες και ντοκουμέντα που βγαίνουν από τα συρτάρια και παρουσιάζονται σε μαζώξεις που έχουν ως στόχο να καταγραφούν αναμνήσεις από τις δεκαετίες του “30, του “40, του “50, του “60 και να αναζητηθούν τρόποι διάσωσης όσων ιστορικών κτιρίων έχουν απομείνει στη γειτονιά. Μια σπουδαία πρωτοβουλία της Monumenta που αγκαλιάζεται από τους κατοίκους και από τοπικούς συλλόγους, όπως ο δραστήριος σύλλογος Λόφος Κολωνού.
Σε πρόσφατη συνάντησή τους στη γειτονιά, ανάμεσα σε άλλους, το «παρών» έδωσαν και απόφοιτοι του 57ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών, ενός ορόσημου της γειτονιάς στο οποίο φοίτησε και ο εγκληματολόγος Γιάννης Πανούσης.
Το ραντεβού είχε δοθεί στο ιστορικό καφενείο του Καπράλου, ένα από τα «μνημεία» της περιοχής, που ιδρύθηκε το 1926 από τον μικρασιάτη πρόσφυγα Χρήστο Καπράλο. «Επειδή ήταν ανάπηρος, του παραχώρησαν ένα μικρό δωμάτιο το οποίο μετέτρεψε σε επιχείρηση καφέ. Δούλεψε σκληρά. Στα χρόνια που πέρασαν το καφενείο άλλαξε μορφές, χωρίς όμως να χάσει την ουσία του» λέει ο Γιάννης Καρατζάς, ένας από τους ανθρώπους που βοήθησαν σημαντικά στη συλλογή πληροφοριών για τη Monumenta. «Ετσι έγινε ένα καλοκαιρινό μαγαζί με ορχήστρα και πίστα όπου χόρευαν βαριετέ. Ερχόταν κόσμος από όλη την Αθήνα. Κι έφτασε τη δεκαετία του “60 να είναι ένα από τα καλύτερα κέντρα διασκεδάσεως. Ο Καπράλος πέθανε το 2000 σε ηλικία 97 ετών, συνεχίζουν όμως τα παιδιά του. Η πορεία αυτού του καφενείου χαρακτηρίζει την εξέλιξη αυτής της λαϊκής γειτονιάς που με τα χρόνια μεταμορφώθηκε…».
Στο σπίτι που έπιασαν τον Νίκο Πλουμπίδη
«Γεννήθηκα το 1928 σε μια μονοκατοικία επί της οδού Πρεβέζης 3, ήταν προίκα της μητέρας μου. Λίγο μετά τον πόλεμο κατεδαφίστηκε και στη θέση της χτίσαμε το σημερινό σπίτι, ένα διώροφο που δεν έγινε τριώροφο επειδή το 1951 η περιοχή ανακηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος. Θυμάμαι έναν Κολωνό με συρματοπλέγματα, γεμάτο μονοκατοικίες, κήπους, πηγάδια. Τα σπίτια μας ήταν ανοιχτά, κοιμόμαστε στις αυλές. Απέξω είχε χωματόδρομους. Κι εμείς παίζαμε εκεί, ανεβάζαμε παραστάσεις, καρφώναμε μηλαράκια σε ξύλα και τα πουλούσαμε» θυμάται η Μαρία Μαρτίνη που έχει ζήσει τον Κολωνό τα τελευταία 89 χρόνια.
«Ηταν ωραία χρόνια. Να τα θυμάται κανείς και να κλαίει. Τα πιο γνωστά ζαχαροπλαστεία της εποχής βρίσκονταν στην πλατεία. Για διασκέδαση με πήγαινε ο μπαμπάς μου στον κινηματογράφο Αλκαζάρ όπου βλέπαμε Καραγκιόζη. Παίζαμε στην παιδική χαρά παρέα με τον Κώστα Γαβρά και τον αδελφό του τον Αποστόλη που σήμερα είναι γιατρός στην Αμερική. Το σπίτι τους ήταν στη Διδότου. Δίπλα έμενε η Χάνου, ανιψιά του υπουργού Γκιζάνη και στη γωνία, απέναντι από μας, ήταν το σπίτι όπου πιάσανε τον Πλουμπίδη. Φυσικά δεν πήραμε χαμπάρι όταν έγινε, αλλά το επόμενο πρωί μαθεύτηκε ότι στο σπίτι απέναντί μας έπιασαν τον Πλουμπίδη. Συνέλαβαν και την κυρία που είχε το σπίτι, μια κυρία πολύ καλή και μορφωμένη, τη θυμάμαι. Εμεινε 13-14 χρόνια στις φυλακές Αβέρωφ. Εχω αναμνήσεις της γειτονιάς και από τον πόλεμο και από τον Εμφύλιο. Αλλά είναι πολύ άσχημες, δεν θέλω να τα θυμάμαι. Στο διπλανό οικόπεδο από το σπίτι είχαμε σκάψει βαθιά και όταν γίνονταν βομβαρδισμοί μπαίναμε μέσα. Οι σφαίρες περνούσαν έξω από το παράθυρο κι ο πατέρας μου μας έκρυβε από κάτω για να μη μας χτυπήσουν. Πλέον το αρχοντικό όπου έπιασαν τον Πλουμπίδη πουλήθηκε, το σπίτι του Γαβρά το πούλησε η μητέρα του, η κυρία Παναγιώτα, το σχολείο όπου πήγαινα δεν είναι πια σχολείο. Εγώ όμως δεν έφυγα ποτέ. Αν είναι δυνατόν. Δεν φεύγω με καμία δύναμη…».
Ο πύργος με τη μια βρύση και τις κοινόχρηστες τουαλέτες
«Η οικογένειά μου ήταν πρόσφυγες από τη Μικρασία. Ηρθαν από την περιοχή της Τραπεζούντας το “10 με μια βαλίτσα στο χέρι. Ο Κολωνός είχε μεγάλη προσφυγιά. Από την Πέτρας και πάνω η οικονομική κατάσταση των κατοίκων ήταν λίγο καλύτερη. Από κάτω οι άνθρωποι ήταν φτωχότεροι, δούλευαν στα Μακεδονικά Κλωστήρια ή στου Λαναρά. Οι πρώτοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο Καπνεργοστάσιο κι έφυγαν από εκεί μετά τον πόλεμο» διηγείται ο Τάσος Σαββουλίδης, κάτοικος Κολωνού από όταν γεννήθηκε το 1952 μέχρι σήμερα. Ενας από εκείνους που συνεισέφεραν με πλούσιο υλικό και μαρτυρίες στο έργο της Monumenta. «Τη δεκαετία του “50 επί των οδών Λένορμαν και Αργους υπήρχε ένα τεράστιο σπίτι με ορόφους, χτισμένο σε τρεις δόσεις. Είχε στέγες, ταράτσες και στην άκρη έναν εντυπωσιακό πύργο.
Εκεί ήταν το σπίτι μου. Ιδιοκτήτης του ήταν ο Σκοπελίτης, ένας έμπορος καπνού που διέθετε πρατήρια και μετά τον πόλεμο περίπτερα. Ζούσε κι αυτός εκεί και νοίκιαζε τα διαμερίσματα σε περίπου τριάντα οικογένειες. Είχαμε μια αυλή με μια βρύση και κοινόχρηστες τουαλέτες. Το τι καβγάδες γίνονταν γι” αυτήν τη βρύση δεν λέγεται. Εμείς μέναμε στο υπόγειο. Στους πάνω ορόφους έμεναν και οι Βουδουραίοι που αργότερα ασχολήθηκαν με την πολιτική», συνεχίζει. «Ξεκίνησα σχολείο στου Καραντάνη, που ήταν στην οδό Ναυπλίου και Αστρους. Από κει πέρασαν πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Ζαμπέτας. Γκρεμίστηκε όμως πριν από 15-20 χρόνια. Συνέχισα στο 4ο Γυμνάσιο στην οδό Βίκτωρος Ουγκό, όλη η ζωή όμως ήταν στην πλατεία. Στην πλατεία γίνονταν οκτώ-εννιά ολυμπιακά αθλήματα. Από τη Λέσχη που υπήρχε εκεί έμαθα σκάκι και πινγκ πονγκ. Μέσα στην παιδική χαρά λειτουργούσε φιλαρμονική, βιβλιοθήκη, κινηματογράφος, μάθαιναν κέντημα.
Και βέβαια ο Κολωνός είχε την καλύτερη ομάδα βόλεϊ, τον Νηρέα, που ξεκίνησε από την πλατεία. Ιδρύθηκε το 1961 ως συνέχεια του Αττικού που είχε ιδρυθεί το 1909. Είχε μεγάλους παίκτες που έπαιξαν σε ομάδες όπως ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός. Σκεφτείτε ότι κάποια εποχή τέσσερις παίκτες της εθνικής ομάδας ήταν από τον Κολωνό. Σε αυτήν την πλατεία έγινε μεγάλη δουλειά με τον αθλητισμό. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν συνεχίστηκε ήταν ότι δεν φτιάχτηκε ποτέ ένα κλειστό γήπεδο. Είχαμε ζητήσει ένα συγκεκριμένο χώρο επί χούντας, αλλά επειδή η γειτονιά ήταν αριστερή, θεωρείτο τότε μια «μικρή Μόσχα», το αίτημα δεν έγινε δεκτό…».