Με ιστορία δυόμισι χιλιάδων χρόνων τουλάχιστον και μια αστείρευτη ποικιλία γεύσεων, τα αλλαντικά αποτελούν κυρίαρχο έδεσμα της ελληνικής διατροφής.
Από τον καβουρμά του Έβρου, την πορκέτα της Ευρυτανίας και το σύγλινο της Μάνης, μέχρι την Λούτζα των Κυκλάδων, το απάκι της Κρήτης, αλλά και το ζαμπόν, το λουκάνικο, το μπέικον ή το σαλάμι αέρος, η Ελλάδα απολαμβάνει τις γευστικές προκλήσεις που δημιούργησε η φαντασία, η εφευρετικότητα και το μεράκι γενεών. Η ανάγκη διατήρησης του κρέατος δημιούργησε την ιδέα της μεταποίησης, που σήμερα ονομάζουμε «αλλαντοποίηση».
Αρχαία Ελλάδα: Αναφορές στην παραγωγή και κατανάλωση αλλαντικών έχουμε από την Αρχαία Ελλάδα. Ιστορικές πηγές αναφέρουν πως ο πρώτος αλλαντοποιός ήταν ο Χαρίνος (500π.Χ. περίπου), πατέρας του Αισχίνη, μαθητή του Σωκράτη. Ο Χαρίνος ξεκίνησε την παραγωγή των λουκάνικων και των καπνιστών κρεάτων στην οικοτεχνική τους μορφή. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν μεγάλοι λάτρεις των εντοσθίων και είχαν μάλιστα δημιουργήσει τις δικές τους συνταγές και μεθόδους παρασκευής λουκάνικων, το γνωστό μας σήμερα σπληνάντερο, από πολύ νωρίς – πολύ πριν οι Ρωμαίοι αναλάβουν να διαδώσουν σε ολόκληρη την Ευρώπη τη γεύση και την τέχνη της αλλαντοποιίας.
Βυζάντιο: Στην πορεία του χρόνου, η παραδοσιακή γαστρονομική κληρονομιά εμπλουτίστηκε με απολαυστικές, πικάντικες και γευστικές συνταγές προϊόντων κρέατος. Έκτοτε παράγονται συνεχώς νέα προϊόντα σε νέους συνδυασμούς και νέες γεύσεις.
Νεώτερη Ελλάδα: Στις αρχές του εικοστού αιώνα η ελληνική παραγωγή προϊόντων κρέατος εμφάνισε έντονη οικοτεχνική δραστηριότητα. Το πρώτο αλλαντοποιείο στην Αθήνα ιδρύθηκε από τους Γερμανούς την περίοδο της κατοχής. Από το 1950 μέχρι το 1970 έγινε μια αξιόλογη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της αλλαντοποιίας, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη στον κλάδο. Η οικοτεχνική δραστηριότητα στη συνέχεια συστηματοποιήθηκε, ενώ με σταθερούς ρυθμούς συνεχίστηκε η οργάνωση του κλάδου, δημιουργώντας τα βασικά χαρακτηριστικά μιας μεταποιητικής βιομηχανίας, στην οποία έχουν επενδυθεί τεράστια κεφάλαια με συγχρηματοδότηση Εθνικών και Κοινοτικών προγραμμάτων ανάπτυξης. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει τεράστιες επενδύσεις σε υπερσύγχρονες μονάδες παραγωγής που λειτουργούν σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα προϊόντα τους, επώνυμα, τυποποιημένα, ασφαλή και σε μεγάλη ποικιλία γεύσεων, δεν λείπουν από κανένα σπίτι!