Ήτανε, λοιπόν που λέτε, ένας που ήθελε να αποκτήσει ένα παπαγάλο. Έτσι, πήγε σ’ ένα κατάστημα ωδικών πτηνών κι εξέφρασε την πρόθεσή του. Ο υπάλληλος άρχισε αμέσως να του εκθέτει πρόθυμα την πραμάτεια του, περιγράφοντας τα προσόντα και τα χαρίσματα του ενός και του άλλου παπαγάλου. Όσο αυξάνονταν αυτά, τόσο ανέβαινε και η τιμή, βέβαια. Ξεκινώντας από τα χαμηλά και τα προσιτά, το εμπόρευμα άρχισε να ξεπερνάει το δικό του βαλάντιο και ανέβαινε μέχρι απαγορευτικά ύψη για κάθε πορτοφόλι.
Μέσα σε λίγη ώρα, ο υποψήφιος αγοραστής είχε πια δει παπαγάλους και παπαγάλους: ταπεινούς, απλούς και μετά πιο θροφαντούς, πιο εξωτικούς και μετά πολύχρωμους, πλουμιστούς, πολύγλωσσους, με λοφίο κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Κάποια στιγμή, η περιέργειά του δεν άντεξε και ρωτάει τον πωλητή: «Πόσο κάνει ο πιο ακριβός, μα ο πιο ακριβός παπαγάλος που έχετε;». «Α!», του λέει ο πωλητής «διαθέτουμε, κύριε, εδώ παπαγάλο που κάνει…» και του ανέφερε ένα αστρονομικό ποσό. Ακούγοντας την τιμή, δικός μας τάχασε. «Θα μπορούσα να τον δω;» ρώτησε. «Ασφαλώς όχι», του λέει αυστηρά ο πωλητής, «διότι απουσιάζει ο ιδιοκτήτης κι εγώ που είμαι ένας απλός υπάλληλος δεν μπορώ να πάρω τέτοια ευθύνη να σας δείξω ένα τόσο πολύτιμο εμπόρευμα, που το φυλάμε για ασφάλεια στο πίσω μέρος του καταστήματος.»
Μετά από πολλά παρακάλια, όμως, τον κατάφερε τον πωλητή, τον τουμπάρισε, που λέμε, κι έτσι πήγανε μαζί στο άδυτο, στο πίσω μέρος του καταστήματος, όπου φυλάσσετο ο σπουδαίος αυτός, σπανιότατος και πανάκριβος παπαγάλος. Και τι να δει; Ένα ξεπουπουλιασμένο, φουκαριάρικο πουλάκι, που τέτοια κακομοιριά δεν είχαν ξαναδεί ανθρώπου μάτια. Μονόχρωμο, μ’ ένα στραβό πεσμένο τσουλούφι, αρρωστημένο πλάσμα. Άστα! Μαύρη θλίψη! «Καλά», λέει με ύφος δίκαιης διαμαρτυρίας, «οι άλλοι παπαγάλοι ήταν θροφαντοί, πλουμιστοί, πολύχρωμοι, πολύγλωσσοι και κόστιζαν πολύ λιγότερα χρήματα, ο καθένας στην κλίμακα και τη βαθμίδα του. Αυτό εδώ το πράμα, γιατί παπαγάλο δεν το λες, για ποιο λόγο, τι είναι αυτό που το κάνει να κοστίζει τόσο πολύ ακριβά; Για να τον αγοράσεις δεν φτάνει όλο το PSI!..»
Ο υπάλληλος προβληματίστηκε, έσμιξε τα φρύδια κι άρχισε να δαγκώνεται και να στραβομουτσουνιάζει, πέφτοντας σε περισυλλογή, γιατί σε μια τέτοια ερώτηση δεν μπορούσε να απαντήσει, αλλά έπρεπε. Και λέει: «Κοίτα φιλαράκο! Κι εγώ, εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω να σου πω το γιατί. Να ξέρεις, όμως· όλοι οι άλλοι παπαγάλοι εδώ μέσα κύριε πρόεδρε τόνε φωνάζουνε.»