8 Δεκεμβρίου 1966: Το ναυάγιο στη Φαλκονέρ

hrakfalk

«SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36 μοίρες 52 Β, 24 μοίρες 08 Α, Βυθιζόμεθα».
Το βράδυ στις 7 Δεκεμβρίου 1966 και ενώ οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ άσχημες, ανεμοι 9 μπωφορ, το επιβατηγό πλοίο “Ηράκλειο” απέπλευσε στις 8.00 μμ από την Σουδα Κρήτης για Πειραιά, με καθυστερηση 2 ωρων εξ αιτίας σύσκεψης η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λιμεναρχείο Χανίων. Αφορμή στάθηκε η καθυστέρηση της άφιξης στο λιμάνι τού «μοιραίου» φορτηγού ψυγείου, βάρους 25 τόνων, το οποίο μετέφερε εσπεριδοειδή.
Αιτία ήταν η ολισθηρότητα του δρόμου, ως αποτέλεσμα των δυσμενών καιρικών συνθηκών.Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966, στο Μυρτώο Πέλαγος, στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας, σημειώθηκε το ναυάγιο του επιβατηγού/οχηματαγωγού πλοίου “Ηράκλειον”, όπου πνίγηκαν 273 άτομα.
Μετά το τραγικό αυτό ναυάγιο καθορίστηκαν μελέτες για δημιουργία επί τούτου θαλάμων επιχειρήσεων έρευνας διάσωσης τόσο στο ΥΕΝ όσο και στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, επίσης τότε καθορίστηκε ο θεσμός του «Σκοπούντος πλοίου» (ένα πολεμικό πλοίο από κάθε κατηγορία θα κάνει επιφυλακή 24ωρης ετοιμότητας στο Ναύσταθμο) καθώς και ο καθορισμός άδειας απόπλου σύμφωνα με τις υφιστάμενες κάθε φορά καιρικές συνθήκες και όχι με την «Κατά κρίσιν πλοιάρχου» που ίσχυε μέχρι τότε.
hra
Το ” ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ ‘‘ 
ΤΟ Φ/Γ ”ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ’‘ ναυπηγήθηκε το 1949 από την εταιρεία Fairfield Shipbuilding & Engineering Co, για την BIBBY LINE, στο  Govan το 1949, ως «LEICESTERSHIRE» , όπως και  το αδελφό του «WARWICKSHIRE», το 1948 στη Γλασκόβη της Σκοτίας, ως δεξαμενόπλοιο.
Είχε χωρητικότητα: 8.922 κόρων, μήκος 498 πόδια, πλάτος 60 πόδια, και βύθισμα 36 πόδια. Έφερε μηχανή ατμοστροβίλων που του έδινε ταχύτητα 17 κόμβους.
Το 1964, τα δύο πλοία περιήλθε στην εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου, αφού μετασκευάσθηκαν σε ΕΓ/ΟΓ και μετονομάσθηκαν το μεν πρώτο σε «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ / HERAKLION» και το δεύτερο σε «ΧΑΝΙΑ / HANIA / CHANEA» Δρομολογήθηκαν στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης, με δυνατότητα μεταφοράς 1.000 επιβατών και 300 αυτοκινήτων.
Για την μετατροπή τους σε οχηματαγωγά, είχε απαιτηθεί η αφαίρεση των υποκαταστρωμάτων και έρματος βάρους 200 τόνων για να γίνει το γκαράζ, με αποτέλεσμα την ανύψωση του μεσοκεντρικού βάρους και τη μείωση της ευστάθειάς του.
 Το ”ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ”, υπό  Ελληνική σημαία, νηολογήθηκε στον Πειραιά με αριθμό ν.π. 2562 και το επόμενο έτος 1965 δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές Πειραιάς – Κρήτη
hrakleion
Το μοιραίο ταξίδι 
Το «Ηράκλειον» ήταν προγραμματισμένο να αποπλεύσει στις 7 το βράδυ, στις 7 Δεκεμβρίου 1966 από το λιμάνι της Σούδας, με προορισμό τον Πειραιά. Το δρομολόγιο καθυστέρησε περίπου 20 λεπτά, εξαιτίας της καθυστερημένης άφιξης στο λιμάνι ενός φορτηγού ψυγείου, βάρους 25 τόνων, το οποίο μετέφερε πορτοκάλια.
Ο τότε λιμενάρχης Χανίων εξέφρασε επιφυλάξεις για την είσοδο του φορτηγού στο πλοίο, λόγω του βάρους του. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις και οι αντιρρήσεις του κάμφθηκαν. Το μοιραίο, όπως αποδείχθηκε, ψυγείο-φορτηγό φορτώθηκε βιαστικά, χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενοι κανόνες ασφαλείας. Το πλοίο αναχώρησε για τον προορισμό του στις 7:20 το βράδυ, με καπετάνιο των Εμμανουήλ Βερνίκο. Μετέφερε 206 ταξιδιώτες και 65 μέλη του πληρώματος.
Ο τότε λιμενάρχης Χανίων είχε εκφράσει αντιρρήσεις για την είσοδο του φορτηγού στο πλοίο, επειδή το βάρος θα αυξανόταν. Η συνεννόηση μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων είχε ως αποτέλεσμα οι αντιρρήσεις, να αρθούν και έτσι και δόθηκε άδεια απόπλου περίπου στις 7:20 το βράδυ.
Στις 8 το βράδυ, και λίγα λεπτά μετά τον απόπλου, φτάνει στο Λιμεναρχείο Χανίων σήμα το οποίο προειδοποιεί για ισχυρούς ανέμους εντάσεως 8 έως 9 Μποφόρ και απαγορεύει τον απόπλου.
Στη βραχονησίδα Φαλκονέρα, στο μέσο περίπου της διαδρομής από τη Σούδα προς τον Πειραιά, στα όρια του Κρητικού με το Μυρτώο Πέλαγος, η σφοδρή θαλασσοταραχή αρχίζει να προμηνύει την καταστροφή.
Το «Ηράκλειο», μέσα σε υψηλό κυματισμό με συνεχείς διατοιχισμούς, πλευρικές ταλαντώσεις, κοινώς  μποτζαρίσματα, άρχισε να κλυδωνίζεται πλέον επικίνδυνα.
Το τελευταίο όχημα, το φορτηγό- ψυγείο, που φορτώθηκε κάθετα προς το διάμηκες του πλοίου, είτε γιατί δεν είχε εχμαθεί ασφαλώς λόγω βιασύνης απόπλου, είτε γιατί η έχμασή του ήταν χαλαρή, άρχισε  να κινείται και να προσκρούει στους πλευρικούς καταπέλτες. Το βαρύ φορτηγό – ψυγείο, που ήταν λυμένο, παλινδρομεί εγκάρσια και συγκρούεται με δύναμη με τα πλευρικά τοιχώματα και την μπουκαπόρτα εισόδου, μέχρι που με ένα δυνατό χτύπημα σπάει τη μία από τις δύο μπουκαπόρτες, δημιουργώντας ένα ρήγμα 17 τ.μ.και φουντάρει Μετά το φουντάρισμα του φορτηγου ψυγείου στην θαλασσα, το πλοιο ήλθε πάλι στην θέση του και άρχισε να κλυδωνίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας,  χωρίς μηχανές,  μόνο με τις ηλεκτρογεν- νήτριες ασφαλείας σε ενέργεια, για περίιπου 15-20 λεπτά.
Τα νερά εισβάλουν ορμητικά και ο ασυρματιστής μόλις που προλαβαίνει να εκπέμψει σήμα κινδύνου στις 2:06 π.μ
Στις 02.06 το πρωΐ της 8ης Δεκεμβρίου 1966 ημέρα Πέμπτη ο συγκλονιστικός συνδυασμός του μορσικού αλφαβήτου: 
 τρεις τελείες – τρεις παύλες – τρεις τελείες δηλαδή SOS διέγειρε τις ραδιοτηλεγραφικές συχνότητες της Μεσογείου. “SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52′ B., 24° 08 A., Βυθιζόμαστε”.
Κατόπιν, λόγω της μεγάλης πλέον ελεύθερης επιφάνειας, το πλοίο άρχισε  να παίρνει πολύ μεγάλες κλίσεις. Πολλοί παγιδεύονται στις καμπίνες, μερικές δεκάδες πέφτουν στη θάλασσα. Το πλοίο βυθίζεται μέσα σε λίγα λεπτά,  πρώτα με την πλώρη, κατά μαρτυρία ναυαγού, σε βάθος 600 – 800 μέτρων.
Από τους 73 ναυτικούς (πλήρωμα) του πλοίου και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46, (16 απο το πληρωμα και 30 επιβατες), εκείνη την νύκτα σε 10 μόλις λεπτά χάθηκαν 217 ψυχές.
Πλοίαρχος του μοιραίου αυτού πλοίου ήταν ο Εμμ. Βερνίκος. Αν και ήταν ο πρώτος που έπεσε στην θάλασσα φέροντας σωσίβιο, όπως είπαν οι διασωθέντες αξιωματικοί, ποτέ δεν βρέθηκε ο ίδιος, ή το πτώμα του.
diasosiiraklio
Η διάσωση

 Δύο φορές επαναλήφθηκε το σήμα κινδύνου και ακολούθησε ….σιγή. 
Το υποτυπώδες τότε τμήμα επικοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας εις μάτην προσπαθούσε αναζήτηση πλοίων στη γύρω περιοχή του ναυαγίου, τα Λιμεναρχεία, Πειραιώς, Σύρου και Κρήτης ανέφεραν αδυναμία αποστολής μέσων για παροχή βοήθειας αφού ούτε και ρυμουλκά για τέτοιες ανάγκες υπήρχαν.
Δυστυχώς ούτε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΙΝΩΣ, που έπλεε 15 μίλια βορειότερα “άκουσε” το σήμα κινδύνου.
Στις 02.30 ενημερώνεται ο τότε Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος για το τραγικό συμβάν και βεβαίως με όλες τις δυσχέρειες που το συνόδευαν. Ακολούθως ενημερώνεται ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και εκείνος με την σειρά του ενημερώνει τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης. Το τότε Αρχηγείο Ναυτικού (Πλατεία Κλαυθμώνος) αναφέρει ότι πολεμικό πλοίο που βρίσκεται στη Σύρο με σβηστές μηχανές θα χρειασθεί τουλάχιστον 3-4 ώρες για απόπλου συν εκείνες τις ώρες για να φθάσει στο τόπο του ναυαγίου.
Οι ώρες περνούν και η αγωνία αρχίζει να κορυφώνεται, κάποια πλοία που έλαβαν το σήμα δηλώνουν αλλαγή πορείας τους προς το στίγμα του Ηράκλειον, απέχουν όμως πολύ, κάποια ανατολικά των Κυκλάδων, άλλο δυτικά της Καλαμάτας, και δύο αγγλικά πολεμικά ΒΑ της Κρήτης.
Στις 04.30 εμπλεκόμενοι Αρχηγοί και Υπουργοί βρίσκονται στις Υπηρεσίες για άμεση ενημέρωση ενώ δίδεται εντολή απόπλου στο Α/Γ ΣΥΡΟΣ του τότε Β.Ν.
Γύρω στις 05.30 αποφασίζεται η γνωστοποίηση του συμβάντος στον τότε Πρωθυπουργό, με όλες τις εξελίξεις και τις επιμέρους αδυναμίες. Μετά από κάποιες ενημερώσεις για τον μεγάλο χρόνο προσέγγισης των πλοίων που είδη προστρέχουν, γύρω στις 06.00-06.30 ο τελευταίος ενημερώνει τον Βασιλέα Κωνσταντίνο στο Τατόι. Τότε ενημερώνεται και το Αρχηγείο Αεροπορίας.
Στις 07.20 μια Ντακότα απογειώνεται από τo πολεμικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας και λίγα λεπτά μετά την ακολουθούν άλλες δύο.
Στις 09.45-10.00 η πρώτη Ντακότα φθάνει κοντά στο στίγμα όπου και εντοπίζει το φορτηγό ψυγείο να επιπλέει, συνάμα στον ορίζοντα φαινόταν καθαρά το Αγγλικό Ν/Κ ASHTON που έσπευδε ολοταχώς.
Τότε η Ντακότα άρχισε τους «κύκλους έρευνας – διάσωσης» σε συνεχώς μικρότερο ύψος όταν ακούσθηκε ο πιλότος της δεύτερης Ντακότας σχεδόν να προστάζει: Μεγαλειότατε η πτήση σας είναι επικίνδυνη, πάρτε γρήγορα ύψος! Ο Κυβερνήτης του «ASHTON» αντιλαμβανόμενος περί τίνος πρόκειτο ακούγεται να δηλώνει: -«Μεγαλειότατε η «ASHTON» στις διαταγές Σας». Και η απάντηση –«Ευχαριστώ, ακολούθα με….» και άρχισαν οι ρίψεις καπνογόνων και σωσιβίων, όπου, από αέρος, εντοπίζονταν ναυαγοί.
Η παρουσία του Βασιλιά στην έρευνα δεν ήταν για λόγους εντύπωσης και δημιουργίας ευμενών σχολίων όπως τις απέδιδαν τότε οι εφημερίδες, αλλά για λόγους κατάρριψης ισχυρισμών της Τουρκίας που από το 1963  υποστήριζε ότι η Ελλάδα αδυνατεί να παράσχει βοήθεια σε κινδυνεύοντα σκάφη στο Αιγαίο.
Τα πλοία που προσέτρεξαν τότε στο ναυάγιο ήταν το Ε/Γ-Ο/Γ «ΜΙΝΩΣ» της εταιρείας Ευθυμιάδη, που ακολουθούσε το «Ηράκλειον», είχε αποπλεύσει από τον λιμένα Ηρακλείου, μετά τον απόπλου του «Ηράκλειον» απο τα Σούδα Χανίων Κρήτης. Επισης το «Χανιά», πλοίο της ίδιας εταιρείας του «Ηράκλειον», το Φιλανδικό «NULA», το Δ/Ξ «ALDEBARAN» (Ελληνικό), το ρωσικό Φ/Γ «ΟΥΡΙΣΚ», το Πολωνικό Φ/Γ «VAKO», το Αγγλικό ναρκαλιευτικό «ASHTON», το Αγγλικό Α/Τ «LEVERTOG», και το Ελληνικό Α/Γ «ΣΥΡΟΣ» του Β.Ν.
Το πρώτο πλοίο που έφτασε στο σημείο του ναυαγίου ήταν το «ΜΙΝΩΣ». Στις 10:30 αντίκρισε το μοιραίο φορτηγό-ψυγείο να επιπλέει στη θάλασσα. Στις 11περισυνέλεξε τον πρώτο ναυαγό, 12 μίλια βόρεια της Αντιμήλου.
Από τα θύματα, μόλις 25 σωροί περισυλλέχτηκαν για να κηδευτούν. Οι 47 διασωθέντες μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία του Πειραιά και της Αθήνας, όπου έφτασε ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου… για να αντικρίσει τα παγωμένα πρόσωπα των ναυαγών που θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του: «Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο άγρια από την όλη προσπάθεια, που δεν είχαν συνέλθει ακόμα. Αυτοί πάντως σώθηκαν. Οι άλλοι χάθηκαν για πάντα…».
neairaklio
Στις 12.00 το τραγικό συμβάν έχει μαθευτεί σχεδόν σ΄ όλο το Πειραιά, πρώτοι οι συγγενείς που περίμεναν το πρωΐ το πλοίο έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο κτίριο των Τυπάλδων στην ακτή Τζελέπη, το γνωστό κτίριο από τα κινηματογραφικά έργα και προσπαθούν να μάθουν γιατί αυτή η καθυστέρηση..δεν θέλουν να πιστέψουν τίποτε άλλο. Άλλοι, που μόλις έκαναν τα ψώνια τους στη τότε Δημοτική αγορά, δίπλα στο λιμάνι,άρχισαν να προστίθενται με τους περαστικούς σε μικρές ομάδες γύρω απ΄ το λιμένα.

Στις 17.00 οι σειρήνες 10-12 ασθενοφόρων από την Αθήνα, μέσω της οδού Πειραιώς κατέρχονται τις οδούς Γούναρη και Εθνικής αντιστάσεως προσθέτοντας άλλη μια νότα στις τραγικές εκείνες στιγμές της αναμονής του πρώτου καταφθάνοντος πλοίου με ναυαγούς, ενώ άλλα 7-8 ασθενοφόρα από την Τερψιθέα, που ήταν ο σταθμός Πρώτων Βοηθειών του Πειραιά, κινούνται προς τον ’γιο Νικόλαο, όπου εκεί θα προσέγγιζε τελικά το πλοίο.
Η κυκλοφορία μπροστά στο Τελωνείο Πειραιά και γύρω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου είχε διακοπεί, όχι από την Τροχαία, αλλά από τον κόσμο, που με βουρκωμένα μάτια και ένα συγκρατημένο κλαυθμό περίμεναν…. Κάποια στιγμή εμφανίσθηκαν πέντε νεκροφόρες και ο κλαυθμός ξέσπασε….

diasosiirak

Ώρα 19.00 έχει πια νυχτώσει και το ΝIΚ “ASHTON” εισήλθε αργά αργά στο λιμένα του Πειραιά που μετέφερε 2 διασωθεντας ναύτες, τον Αντωνιο Καμπούρη και Δημήτριο Οικονόμου, από την Σητεία Κρήτης, καθώς και νεκρούς.

Τρεις σειρές κιγκλιδωμάτων στάθηκαν αδύνατον να συγκρατήσουν το γογγυτό όλου εκείνου του πλήθους, που δεν γνώριζε τίποτα για τα προσφιλή τους πρόσωπα, αφού δεν είχε γίνει καμιά ανακοίνωση και ούτε τα ονόματα των διασωθέντων είχαν δοθεί στη δημοσιότητα.
Τα πλοία που προσέτρεξαν τότε στο ναυάγιο ήταν το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΙΝΩΣ της εταιρείας Ευθυμιάδη, που ακολουθούσε το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, είχε αποπλεύσει μετα τον αποπλου του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ απο τα ΧΑΝΙΑ Κρητης. Επισης το ΧΑΝΙΑ πλοίο της ίδιας εταιρείας του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ, το Φιλανδικό NULA, το Δ/Ξ ALDEBARAN (Ελληνικό), το ρωσικό Φ/Γ ΟΥΡΙΣΚ, το Πολωνικό Φ/Γ VAKO, το Αγγλικό ναρκαλιευτικό ASHTON, το Αγγλικό Α/Τ LEVERTOG, και το Ελληνικό Α/Γ ΣΥΡΟΣ του Β.Ν.
Μετά το τραγικό αυτό ναυάγιο καθορίστηκαν μελέτες για δημιουργία επί τούτου θαλάμων επιχειρήσεων έρευνας διάσωσης τόσο στο ΥΕΝ όσο και στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, επίσης τότε καθορίστηκε ο θεσμός του “Σκοπούντος πλοίου” (ένα πολεμικό πλοίο από κάθε κατηγορία θα κάνει επιφυλακή 24ωρης ετοιμότητας στο Ναύσταθμο) καθώς και ο καθορισμός άδειας απόπλου σύμφωνα με τις υφιστάμενες κάθε φορά καιρικές συνθήκες και όχι “Κατά κρίσιν πλοιάρχου”.
* Υπ΄ όψη ότι σε ανατροπή πλοίου οι εσωτερικοί διάδρομοι γίνονται πλευρικοί τοίχοι και οι πλευρικοί τοίχοι, οι  Μπουλμέδες, διάδρομοι, κάθε δε εσωτερικός κάθετος διάδρομος, προς το διάμηκες του πλοίου, μετατρέπεται σε κενό, ίσου βάθους με το μήκος του. Και οι εγκλωβισμένοι στις καμπίνες ακολούθησαν ….
varka
Έρευνες και δίκη

Η έρευνα για τις συνθήκες του ναυαγίου στρέφεται γύρω από το ενδεχόμενο ο πλοίαρχος Κώστας Βερνίκος να υπερεκτίμησε τις δυνατότητες του σκάφους σε ό,τι αφορά τους κλυδωνισμούς λόγω κακοκαιρίας, με αποτέλεσμα να μη λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφαλή τοποθέτηση του φορτηγού ψυγείου. Αναφέρθηκε το ενδεχόμενο να αιφνιδιάστηκε από την κλίση που πήρε το σκάφος μετά τη θραύση της μπουκαπόρτας, κι έτσι οι ελιγμοί που επιχείρησε να επέσπευσαν την ανατροπή του πλοίου.
Στην κοινωνία των Χανίων ήταν κοινό μυστικό πως υπήρχαν πιθανά σοβαρότατα σφάλματα κατά τη μετασκευή του πλοίου σε οχηματαγωγό, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση προς τα άνω του μεσοκεντρικού βάρους του σκάφους και απώλεια της ευστάθειάς του, καθώς αφαιρέθηκαν τα υποκαταστρώματα, αλλά και έρμα βάρους 200 τόνων, για να γίνει το γκαράζ.
Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση -τότε- του υποπλοίαρχου Αλέξανδρου Στεφαδούρου:
«Περίπου στις 2 τα ξημερώματα άκουσα έναν κρότο. Γύρισα το κεφάλι μου, και είδα να ανοίγει η μπουκαπόρτα και να πέφτει στη θάλασσα ένα αυτοκίνητο ψυγείο που κουβαλούσε τρόφιμα.
Όταν το πλοίο πήρε κλίση από την εισροή υδάτων, ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος έδωσε το σύνθημα δια κωδωνοκρουσιών. Μετά τον αντελήφθην να χάνει την ψυχραιμία του. Κατά τη γνώμη μου βασική αιτία δεν ήταν το όχημα. Το πλοίο είχε υποστεί πριν από μία εβδομάδα επισκευές. Έκλεισαν ρωγμές στο διαμέρισμα του αμαξοστασίου κατά τρόπο πλημμελή, από το οποίο ίσως να συνέρρευσαν ύδατα».
Η απόφαση για κήρυξη 8ήμερου πένθους δεν ήταν αρκετή για να απαλύνει τον πόνο των συγγενών, ενώ οι σκηνές που εκτυλίχτηκαν στο αεροδρόμιο και έπειτα στο νεκροταφείο του Αγίου Λουκά, όταν στις 6 το απόγευμα της 10ης Δεκεμβρίου έφτασαν αεροπορικώς κάποιες από τις σορούς, ήταν δραματικές.
Η δίκη των κατηγορουμένων άρχισε στις 19 Φεβρουαρίου1968 στο Κακουργιοδικείο Πειραιά.
Είχε προηγηθεί μια σειρά αποκαλύψεων σχετικά με βαρύτατες ευθύνες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας στην έκδοση πλαστογραφημένων πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους. Στο εδώλιο κάθισαν τέσσερα στελέχη της πλοιοκτήτριας εταιρίας.
Το δικαστήριο αποφάσισε ποινές – χάδι. Με φυλάκιση από 5 εώς 7 χρόνια τιμωρήθηκαν ο εκ των ιδιοκτητών του «Ηράκλειον» Xαράλαμπος Τυπάλδος, ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος και δύο αξιωματικοί του πλοίου. Οι ποινές ξεσήκωσαν αντιδράσεις από την πλευρά των συγγενών, οι οποίοι τις θεώρησαν πολύ επιεικείς. Στις 9 Ιανουαρίου 1969 ο δικαστικός φάκελος της υπόθεσης έκλεισε οριστικά, καθώς ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αίτηση αναίρεσης των τεσσάρων, οι οποίοι είχαν καταδικασθεί και σε δεύτερο βαθμό για το δυστύχημα.
Η δίκη, αλλά και η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό αφήνουν στους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων την πικρή γεύση της ατιμωρησίας εκείνων που θεωρούν έως σήμερα ενόχους. Η τοπική κοινωνία ξεσηκώνεται, αφού πριν το ναυάγιο είχε αμφισβητηθεί η ικανότητα των πλοίων της εταιρείας Τυπάλδου, λόγω των μετατροπών που είχαν υποστεί.
Στο Ηράκλειο, μία ημέρα μετά, με το οχηματαγωγό «Χανιά» της ίδιας εταιρείας επρόκειτο να ταξιδέψουν για τον Πειραιά μόλις 12 επιβάτες και 3 αυτοκίνητα. Το πλοίο αποπλέει το ίδιο βράδυ με μόλις 4 επιβάτες και 3 αυτοκίνητα. «Παραδειγματική και δίκαιη η τιμωρία που επιβάλλουν οι Ηρακλειώτες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία», γράφουν οι εφημερίδες της εποχής.
Οι μαρτυρίες
Ο Σταύρος Λαγωνικάκης, από τους λίγους επιβάτες που διασώθηκαν, περιγράφει πώς κατάφερε να σωθεί:
«Από τα μεσάνυχτα μέχρι περίπου στις 2 το πρωί άκουγα βαρέλια να χτυπούν στα αμπάρια λόγω του έντονου κυματισμού. Όταν το καμπανάκι του κινδύνου ήχησε, δε θα καταλάβαινα ότι το σκάφος βυθιζόταν αν δεν πήγαινα να σηκωθώ και να διαπιστώσω ότι όλα είχαν γυρίσει σχεδόν ανάποδα. Μέχρι να φτάσω στο σαλόνι περπατώντας – κυριολεκτικά στα τέσσερα – τα φώτα έσβησαν. Κατάφερα να πεταχτώ έξω, μόνο και μόνο γιατί είχα εντοπίσει πού ήταν το πλατύσκαλο».
Η κοπέλα που ήταν μαζί τους πνίγηκε, πριν προλάβουν να την ανασύρουν οι ναύτες του πολεμικού πλοίου «Σύρος», που έσωσαν τους υπόλοιπους.
Η εικόνα της κοπέλας αυτής είναι η πιο οδυνηρή ανάμνηση για τον τότε μάχιμο σημαιοφόρο του «Σύρος» κ. Γιάννη Κοκκινόβραχο:
«Δύο φορές προσπαθήσαμε να την ανεβάσουμε στο κατάστρωμα, αλλά ο γάντζος έφευγε. Την τρίτη φορά, όταν καταφέραμε να την πιάσουμε από το εσώρουχο, ήταν πλέον πολύ αργά. Τόσα χρόνια δεν ήθελα να το θυμάμαι. Η ανάμνηση αυτή είναι οδυνηρή. Νιώθω πως φταίω και εγώ που δεν τη σώσαμε».
Ο Γιώργος Μανουσουδάκης, 16 χρονών τότε, ταξίδευε μαζί με τον αδερφό του, ο οποίος εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού. Ο αδερφός του, μαζί με ένα ακόμη άτομο, κατάφερε να ανοίξει μία από τις μπουκαπόρτες. Ο κ. Μανουσουδάκης όμως ήταν ο μόνος που κατάφερε να βγει από το πλοίο που βυθιζόταν…
«Βρήκα ένα σωσίβιο και το φόρεσα όσο βρισκόμουν πάνω στην κουπαστή του πλοίου, που είχε γείρει. Ένα κύμα με πέταξε μακριά και γλίτωσα από την δίνη του πλοίου. Τον αδελφό μου δεν τον ξαναείδα ποτέ».
Δημήτρης (Μίμης) Γεωργακάκης, από τον Πλατανιά Κυδωνίας Χανίων
Eίδε δεκάδες ανθρώπους, λίγα μέτρα μακριά απ’ αυτόν, να τους «καταπίνουν» κύματα ύψους δέκα μέτρων και να χάνονται για πάντα. Έμεινε για δεκαέξι ώρες μέσα στο νερό, άλλοτε βρίζοντας και καταριώντας την τύχη του και άλλοτε παρακαλώντας τη Mεγαλόχαρη να τον βοηθήσει.
Έπαιζε -κυριολεκτικά- γροθιές στη θάλασσα, φωνάζοντας με όση δύναμη του είχε απομείνει, ότι δεν πρόκειται να τον πάρει κοντά της. Ήταν 24 ετών, όταν έζησε την πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής του. Εμπειρία που χάραξε την ψυχή του και σηματοδότησε ολόκληρη την ύπαρξή του. Eμπειρία που άφησε βαθιά, ανεξίτηλα σημάδια.
Σημάδια που τον έκαναν να δει τη ζωή διαφορετικά και να αναθεωρήσει τα πάντα γύρω από τον θάνατο. Άλλωστε, εκείνη την παγωμένη νύχτα της 7ης προς 8ης Δεκεμβρίου 1966, σε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στις ελληνικές θάλασσες, στο ναυάγιο του πλοίου «Hράκλειον», στην περιοχή της βραχονησίδας Φαλκονέρα (23 ν.μ. βορειοδυτικά της νήσου Μήλου) ο  69χρονος σήμερα Δημήτρης (Μίμης) Γεωργακάκης, από τον Πλατανιά Κυδωνίας Χανίων, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Ήταν μια γνωριμία… ζωής!
Το επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «Ηράκλειον» που επέβαινε είχε ναυπηγηθεί στη Γλασκόβη το 1949 ως δεξαμενόπλοιο με το όνομα «Λέστερσαϊρ», για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας. Το 1964, μετά τη μετασκευή του σε οχηματαγωγό, περιήλθε στην εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου («Typaldos Lines») και από το 1965 δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης, με δυνατότητα μεταφοράς 1.000 επιβατών και 300 αυτοκινήτων. Για τη μετατροπή του σε οχηματαγωγό είχε απαιτηθεί η αφαίρεση των υποκαταστρωμάτων και έρματος βάρους 200 τόνων για να γίνει το γκαράζ, με αποτέλεσμα την ανύψωση του μεσοκεντρικού βάρους και τη μείωση της ευστάθειάς του.
Oι φίλοι και οι γνωστοί του Δημήτρη Γεωργακάκη τον αποκαλούν από τότε «Nαυαγό» και σε κάθε ευκαιρία του ζητούν να τους διηγηθεί, ξανά και ξανά, την ιστορία του ναυαγίου, νομίζοντας, αφελώς στην αρχή, κυρίως οι νεότεροι, ότι πρόκειται για παραμύθι. Όταν, όμως, ο «Nαυαγός» αποφασίζει να μιλήσει -και το κάνει σπάνια- τότε καταλαβαίνουν ότι θ’ ακούσουν κάτι συνταρακτικό και τρομακτικά αληθινό. Tο βλέμμα του αλλάζει, η φωνή του γίνεται πιο βαριά και η καρδιά του νιώθεις πως χτυπά πιο δυνατά από ποτέ, ξετυλίγοντας απ’ τα βάθη του μυαλού του το κουφάρι του ναυαγίου. Aυτή είναι η ιστορία του, όπως εκείνος τη διηγήθηκε στον γιο του -τον γράφοντα- αγνοώντας ότι το δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι κατέγραφε τα πάντα.
«Eκατοντάδες άνθρωποι χάθηκαν άδικα εκείνη τη μέρα. Πολύ περισσότεροι απ’ όσοι δηλώθηκαν τότες στα επίσημα κιτάπια. Ντα μόνο οι γύφτοι που ήταν στο γκαράζ του πλοίου ξεπερνούσαν τους 150». Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που του ‘ρχεται στο μυαλό. «Αλλά», λέει, «καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το καράβι έφευγε στις 8 το βράδυ. Εκείνη τη μέρα με το ίδιο καράβι, το “Ηράκλειον”, ημερήσιο δρομολόγιο, πήγα στον Πλατανιά στο σπίτι μου, πλύθηκα, πήρα δυο αλλαξιές εσώρουχα, τότε φορούσαμε τα μακρά σώβρακα, τις φανέλες και πάω πάλι στο λιμάνι.
Έξω από το πλοίο ήταν ένας παπάς και του ‘λεγε η κόρη του -ήταν δεν ήταν δέκα χρονών- ότι δεν μπαίνει στο καράβι. Με τα πολλά της αμπώχνει ο παπάς ένα παλαμίδι και του λέω εγώ: Γιάντα μωρέ χτυπάς την κοπελιά; Ποιος είσαι συ μωρέ; μου λέει. Ο Ζαχάρης ο Καλαϊτζάκης, ο παλιός λιμενάρχης -δεν ξέρω άνε ζει ακόμη- τον ρώτησε το ίδιο πράμα. Γιατί, του απαντά ο παπάς, δε θέλει να μπει μέσα στο καράβι. Και πού είναι το πρόβλημα; Να το “Φαιστός” είναι απέναντι. Πράγματι, ο παπάς πήρε την κόρη του και πήγε στο άλλο πλοίο, αγνοώντας ότι το κοριτσάκι του είχε σώσει ουσιαστικά τη ζωή».
Τι είχε συμβεί; «Η κοπελιά φοβότανε γιατί το καράβι ήταν ολόμαυρο, μαύρη μπογιά βαμμένο και είχε μόνο μια άσπρη γραμμή. Ήταν πραγματικά σαν τάφος».  Παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει: «Μπαίνω στο καράβι, πάω να κάνω ένα μπάνιο με ζεστό νερό και μετά πάω πάνω με τους άλλους οδηγούς. Τότε ήμασταν αγαπημένοι, κάναμε παρέα. Μου λένε, Δημήτρη, θα φάμε; Θα φάμε ρε κοπέλια, απαντώ εγώ, που ήμουν ο Bενιαμίν της παρέας των φορτηγατζήδων.
Φάγαμε παϊδάκια, ήπιαμε ρετσίνες, τραγουδούσαμε ριζίτικα. Μια στιγμή ο Μανόλης ο Ανδρεαδάκης -Θεός σγχωρέστον- μου λέει: Πλατανιανέ θα ‘ρθεις να παίξουμε ζάρια; Εγώ στη μια τσέπη είχα δικά μου 15 χιλιάρικα, όταν εκείνη την εποχή παίρναμε 8.500 χιλιάδες μισθό. Μπερδεύτηκα, όμως, και βγάζω από την άλλη τσέπη 35 χιλιάρικα, που ήταν για να πληρώσω ένα γραμμάτιο».
«Οι οδηγοί έπαιζαν ζάρια στο πατάρι που ήταν κάτω από την τουριστική θέση και πάνω από το γκαράζ και από ‘κει μπορούσαν να δουν την μπουκαπόρτα του καραβιού. Πάω στο “κουμάρι” και βλέπω ότι άλλοι καθόντουσαν πάνω σε τάκους, άλλοι πάνω σε τενεκέδες με λάδια και άλλοι πάνω σε κλούβες με πορτοκάλια. Λέω, τσούρα μου ένα χιλιάρικο· όχι, μου λένε, θα μπεις όπου σπάσει. Μπαίνω, και όση ώρα κουβεντιάζουμε την ιστορία του ναυαγίου» (όχι πάνω από δέκα λεπτά) «χάνω και τα 35 χιλιάρικα. Φεύγω, πάω να κοιμηθώ και πριν πέσω στο κρεβάτι, παίρνω να διαβάσω ένα “Pομάντσο” της εποχής, που είχε απ’ όξω το Ζαχαρία με τη χοντρή. Διαβάζω, διαβάζω, εγέλουνα και μου λέει ένας οδηγός: Έχασες 35 χιλιάρικα και γελάς βρε αναίσθητε; Τι να κάνω μωρέ του λέω; Το πρωί θα πάω με την όπισθεν στη Θεσσαλονίκη.
Ξαφνικά πετώ το “Pομάντσο” και γαέρνω με τα 15 χιλιάρικα τα δικά μου. Λέω όπου σπάσει, καθίζω κατά τύχη στον ίδιο τάκο και τους παίρνω 95 χιλιάρικα». Αυτή η κίνηση -δηλαδή το ότι ξαναγύρισε να παίξει ζάρια- του έσωσε και τη ζωή, γιατί όπως από τότε λέει σε όλους, «όσοι κοιμόντουσαν πνίγηκαν».
«Ξέρεις», ρωτά, «τι είναι να κοιμάσαι και ξαφνικά να ξυπνήσεις και το σώμα σου να είναι οριζόντιο στο ταβάνι της καμπίνας, ενώ τελειώνει τ’ οξυγόνο; Λες σκότωσέ με να τελειώνουμε. Θυμάμαι ότι οι αστυνομικοί ήταν αλυσοδεμένοι με τους κρατούμενους, όμως, δεν έλυσαν ούτε έναν, γιατί δεν πίστευαν ότι θα βουλιάξει το καράβι. Όσοι γλυτώσαμε ήταν γιατί το μυαλό μας δούλεψε».
Κάνει παύση για αρκετά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του γυαλίζουν λες και ζει πάλι την ίδια σκηνή. «Την ώρα που βάνω τα λεφτά μέσα σ’ ένα πορτοφόλι, ανοίγει η μία μπουκαπόρτα. Δεν άνοιξε όμως κανονικά», λέει, «αλλά έφυγε ολόκληρη κάτω στη θάλασσα. Με το που ανοίγει η πόρτα, φεύγουν στη θάλασσα όλοι οι γύφτοι (πάνω από 150) που ήταν στο γκαράζ κι εμείς απού μπορεί κι απάνω του.
Εκεί που παίζαμε τα ζάρια ήταν μια σκάλα κάθετη με έξι-επτά σκαλοπάτια. Την ανεβαίνω και βρίσκομαι στην τουριστική θέση. Πιάνομαι από κάπου και θωρώ -όπως ο πεινασμένος κοιτά ένα πιάτο φαΐ- ότι υπήρχαν δυο κολόνες μέχρι την αριστερή πόρτα απ’ όπου θα μπορούσα να ‘βγαινα όξω. Φτάνω τη μια κολόνα, μετά μ’ ένα σάλτο γαντζώνομαι στην άλλη και πολεμώ να φτάσω την πόρτα. Όμως, η πόρτα δεν είχε κανονικό χερούλι, παρά είχε από μέσα ένα στρογγυλό σίδερο, οξυγονοκολλημένο. Βάζω την κεφαλή μου, τα πόδια μου, τα χέρια μου, τα σκώτια μου, ούλα μου και έσπρωχνα την πόρτα. Ανοίγει η πόρτα και την ώρα που πάω να βγω, μου πιάνει το χέρι και μου το μαγκώνει. Πιέζω και βγάζω το χέρι μου. Το καράβι κυκλικά είχε κάτι καγκελάκια…».
Σταματά και του ξεφεύγει ένας βαθύς αναστεναγμός… Η χροιά της φωνής του αλλάζει. Ζει ολοκληρωτικά εκείνες τις στιγμές. Παίρνει ανάσα και συνεχίζει.  «Λέω Γεωργακάκη ο Θεός να σου συγχωρέσει. Και βγάνω την πλάτη μου προς το γιαλό, πιάνω το πάνω καγκελάκι και τα πόδια μου ακουμπούν στο κάτω καγκελάκι. Κάνω ένα, δύο, τρία και βουτώ στη θάλασσα. Την ώρα λοιπόν, που εγώ βρέθηκα πενήντα μέτρα μακριά, ακούγονταν εκρήξεις από το καράβι, ενώ άστραφτε ο ουρανός. Με προλαβαίνουν της σβίγας τα ρεύματα στα πόδια, ήμουν, όμως, τυχερός γιατί έκανα μια βουτιά και γλύτωσα.
Χαμός. Άκουγα φωνές, βοήθεια μάνα μου πνίγομαι, έβλεπα ανθρώπους να χάνονται στα κύματα. Κολυμπώ, κολυμπώ, ξεφεύγω από τ’ απόνερα κι εκεί που κολυμπούσα, μετά από δυο ώρες ανταμώνουμε και ήμαστε τρεις. Μετά πέντε.  Ποιος είσαι εσύ; Ο Δεληγιάννης, ο Μανοσουδάκης από την Αργυρούπολη, ο Κουριδάκης από τις Βουκολιές, ένα κοπέλι από τον Γαλατά, ένα άλλο από τα Σφακιά. Έχουμε μείνει επτά άτομα. Οι περισσότεροι πνίγηκαν, άλλους τους πήραν τα κύματα. Συνεχίζω να κολυμπώ μόνος μου, πια, αφού τα κύματα με παρασέρνουν και αρχίζει να ξημερώνει.
Νιώθω στην πλάτη μου ένα βάρος και λέω Παναγιά μου σκυλόψαρο θα με φάει. Όμως ήταν άνθρωπος πεθαμένος. Τροζάθηκα και παθαίνω κράμπα στην αριστερή μου γάμπα. Συνεχίζω να κολυμπώ, άκουγα από πάνω μου αεροπλάνα, αλλά δεν μ’ έβλεπαν, αφού ήμουν κατάμαυρος από τις πίσσες.
Βασιλεύει ο ήλιος, εγώ μέσα στο νερό τόσες ώρες δε νιώθω σχεδόν καθόλου τα δεξιά μου άκρα και ξάφνου “ακούω” στην πλάτη μου ένα βάρος και γαέρνω και θωρώ, όσο μπορούσα να δω, ένα βαρέλι λάδι. Πιάνω το βαρέλι και αυτό με βοήθησε, αφού τα κύματα χτυπούσαν πάνω του. Μια δόση ακούω ένα δυνατό θόρυβο. Ήταν ένα φινλανδικό γκαζάδικο, το οποίο περνούσε 35 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που βούλιαξε το “Ηράκλειον”. Με μάζεψαν στις 5.40 το απόγευμα και κατά τύχη ένας από τους ναυτικούς ήταν Έλληνας. Με ρώτησε πώς λέγομαι και εγώ, στη ζάλη μου απάνω, του είπα Μίμης Γεωργιδάκης».
O «Ναυαγός» μεταφέρθηκε στο Τζάνειο Νοσοκομείο στον Πειραιά. Τι είχε γίνει, όμως, στο πατρικό του σπίτι στον Πλατανιά;  «Τότε», θυμάται ο ίδιος, «ήμασταν οι μόνοι στον Πλατανιά που είχαμε τηλέφωνο και ράδιο, μάρκας “Telefunken”. Η μάνα μου -όπως μου είπαν μετά- έβαλε τυχαία εκείνο το πρωί το ράδιο και μόλις άκουσε ότι το “Ηράκλειον” βούλιαξε, έκανε τάμα στον Άι Δημήτρη να με σώσει. Ο πατέρας μου, όμως, ήταν σίγουρος μόλις το ‘μαθε στο καφενείο ότι εγώ είχα σωθεί. Πήγε, μάλιστα, κατευθείαν στο ναυτικό γραφείο και ρώτησε τον πράκτορα ποιοι είναι οι διασωθέντες.
Μόλις άκουσε το όνομα Μίμης Γεωργιδάκης, κατάλαβε ότι είχα σωθεί».
Αν τον ρωτήσεις γιατί σώθηκε, θα σου απαντήσει μονομιάς: «Γιατί έπαιζα ζάρια». Ούτε γιατί η μάνα του τον έταξε στον Άγιο Δημήτριο, ούτε γιατί δούλεψε το μυαλό του ή ήταν τυχερός, ούτε γιατί ήταν δεινός κολυμβητής, αφού κάθε καλοκαίρι κολυμπούσε από την παραλία του Πλατανιά μέχρι το νησάκι των Αγίων Θεοδώρων.
Ετσι έζησα την τραγωδία με το ναυάγιο του “ΗΡΑΚΛΕΙΟ” 
 Γιάννης Λάμπρου, από το Ηράκλειο
Ο Hρακλειώτης Γιάννης Λάμπρου ήταν τότε παλικάρι 30 ετών.
Το 1966 ο κ. Γιάννης εργαζόταν ως μπόμπαν, αντλιωρός, στο πλοίο Μίνως, ιδιοκτησίας Ευθυμιάδη. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 ξεκίνησαν από το λιμάνι του Ηρακλείου στις 8 το πρωί με προορισμό τον Πειραιά. «Θυμάμαι ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες. Είχε πολλή θάλασσα. Ο καπετάνιος πήρε το πρώτο σήμα για το ναυάγιο ενώ πλέαμε ανοιχτά της Ντία. Προσεγγίσαμε την περιοχή όπου μας είχε δοθεί το στίγμα λίγο μετά τη μία το μεσημέρι. Πήγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε δεδομένης της θαλασσοταραχής».
Όπως αφηγείται, το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν ένα τεράστιο ψυγείο. “Ήταν το πρώτο σημάδι της τραγωδίας. Γυρίζω και λέω στο λοστρόμο τον Γιακουμή «τι καθόμαστε; Χαροπαλεύουν άνθρωποι. Τους βλέπαμε που είχαν πιαστεί από σανίδια και άλλα αντικείμενα που έπλεαν. Βλέπαμε και τους νεκρούς ναύτες που έπαιζαν από τον αέρα οι κολαρίνες τους».
Με εντολή του καπετάνιου κατέβασαν μια βάρκα. «Μέσα μπήκαμε εγώ, ο ύπαρχος Δημήτρης Καπιτσαλάς, ο Γεράσιμος Δαλιέτος, ο Σπύρος ο Κόκλας και κάποιος Μπάμπης που δεν θυμάται το επώνυμο του. Καταφέραμε να σώσουμε πέντε ανθρώπους. Αυτούς μόνο βρήκαμε εμείς. Δεν υπήρχαν άλλοι για να σώσουμε».
Ήταν καταβεβλημένοι από την κόπωση και το κρύο. Πάλευαν με τα κύματα από τις 2 τα ξημερώματα και εμείς τους βρήκαμε στις 2 το μεσημέρι. Όλοι ήταν μαυρισμένοι από το μαζούτ με το οποίο είχε γεμίσει η θάλασσα.
«Μας δάγκωνε τα πόδια»
Συγκλονισμένος ακόμα και σήμερα περιγράφει τις στιγμές διάσωσης των πέντε ναυαγών. «Ανάμεσα στους πέντε ήταν ένας λοχίας. Ο άνθρωπος είχε χάσει τα λογικά του από το σοκ. Μόλις τον βάλαμε στη βάρκα, άρχισε να μας δαγκώνει τα πόδια. Οι άλλοι δεν μιλούσαν από το σοκ. Στη βάρκα μας ανασύραμε και το λοστρόμο του «Ηράκλειο», το Θοδωρή το Μαγιάφη. Είναι ο μόνος που την «πλήρωσε» για το ναυάγιο και δεν έφταιγε. Τον γνώριζα από παλιά. Τον έσυρα πάνω στη βάρκα και γύρισε και μου είπε: «Γιάννη δεν με γνωρίζεις;». Το πρόσωπο του ήταν μαύρο από το μαζούτ.Ο άνθρωπος αυτός είχε ειδοποιήσει εγκαίρως τον καπετάνιο όταν αντιλήφθηκε ότι η μπουκαπόρτα είχε ανοίξει και έμπαζε νερά. Του πρότεινε να ελαττώσουν ταχύτητα, όμως δυστυχώς απαξιώθηκε επειδή ήταν λοστρόμος.Ο κ. Γιάννης θυμάται συγκινημένος ότι και οι ίδιοι κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς η μηχανή της βάρκας είχε «τραβήξει» από την αναρρόφηση μία λινάτσα. «Ο ύπαρχος φοβήθηκε και μας είπε να επιστρέψουμε στο πλοίο. Εγώ και ο Δαλιέτος αντιδράσαμε. Είπαμε ότι δεν πάμε πουθενά γιατί η πρώτη μας έννοια ήταν να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Όπως αναφέρει, λόγω της θαλασσοταραχής ήταν αδύνατον οι πέντε ναυαγοί να ανέβουν στο πλοίο με την ανεμόσκαλα. «Ο λοστρόμος τους ανέβασε έναν-έναν με την καντηλίτσα (ένα σανίδι δεμένο στις άκρες με σκοινί).
Πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την επιχείρηση διάσωσης των πέντε. Άλλοι έκλαιγαν με τόσα πτώματα τριγύρω, άλλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι από το σοκ.
«Μας έριξαν στο πλοίο με ελικόπτερο δύο γιατρούς από το Ζάννειο για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στους ναυαγούς. Εγώ δεν τους ξαναείδα από τότε».
Νύκτες ολόκληρες ο κ. Λάμπρου έβλεπε εφιάλτες στον ύπνο του. Το σοκ που υπέστη ήταν ισχυρό. Για καιρό ήθελε μόνο να ξεμπαρκάρει, όπως λέει. «Ακόμα και σήμερα δεν έχω ξεπεράσει την τραγωδία. Μιλάω σήμερα γιατί νιώθω την ανάγκη να τιμήσω αυτές τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα το ξεπεράσω. Τότε το μόνο που ήθελα και εγώ και οι συνάδελφοι μου ήταν να σώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε. Κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Μακάρι να είχαμε προλάβει να σώσουμε και άλλους» λέει συγκινημένος.
Βραδινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου του 1966 το πλοίο «Ηράκλειο» απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας για Πειραιά. Στις 02.06 ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη, εξέπεμψε το μήνυμα: «SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36 μοίρες 52 Β, 24 μοίρες 08 Α, Βυθιζόμεθα».
Από τους 73 ναυτικούς (πλήρωμα) και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46 (16 άτομα από το πλήρωμα και 30 επιβάτες), οι υπόλοιποι 217 πνίγηκαν.
 Η μαρτυρία του ναυαγού Α. Καμπούρη
“Οι διασωθεντες ναυτες πιλοταρησαν το “ΑSHTON”, Αγγλικο ναρκαλιευτικο υπο την επιβλεψην του πλοιαρχου, μεσα στο λιμανι Πειραιως. Οταν το ΝΚ “ΑSHTON” εισερχοταν στην εισοδο του λιμανιου στον Φαρο ηταν καποιος σκαρφαλωμενος και μας ρωτησε που πηγαινουμε επειδη ειδε το πολεμικο πλοιο, του ειπα οτι ημαστε ναυαγοι του “Ηρακλειον”. Mετα την πλευρηση του “ASHTON” στο λιμανι του Πειραια, δεν επετραπη η εξοδος των διασωθεντων ναυτων εκτος του πλοιου, πριν την αποβίβαση των νεκρων (Ναυτικος κανονας). Θαμπωσαν τα ματια μας οταν ανεβηκαμε στο καταστρωμα και αντικρίσαμε το πληθος που περιμενε στην ακτη, στραβωθηκαμε απο τα φλας των δημοσιογραφων. Δεν ξεραμε οτι ημασταν οι πρωτοι που μπηκαν στο λιμανι αν και ημασταν οι τελευταιοι που περυσυνελλεξαν, ισως γιατι το ναρκαλιευτικο ειχε μεγαλυτερη ταχυτητα.
Πρεπει να σημειωθει οτι ο Πλοιαρχος του “ASHTON” ειπε οτι ηλθε απο την ΚΥΠΡΟ μολις ελαβε το SOS, αλλα γυρισε πισω γιατι δεν ειχε το ακριβες στιγμα, χασημο πολυτιμης ωρας ασφαλως για τους ναυαγους. Ξαναγυρισε και μαζεψε πιο πολλα πτωματα απο ζωντανους.
Το χαρακτηριστικο της ημερας ηταν οτι, ενω ελαβε το SOS ο ναυτης της βαρδιας ενος απο τα διανυκτερευοντα φυλακια, ειχε λαβει διαταγη να μην ξυπνησει τον ανωτερο του πριν τις 6.00 το πρωι, μην ξεχναται οτι τα πολεμικα πλοια διασωσης χρειαζονται 2-3 ωρες να ζεσταθουν (Παλαιότερα για να “σηκώσουν ατμό”).
Οταν ηλθε ο τοτε βασιλευς Κωνσταντινος στο ΤΖΑΝΕΙΟΝ και μας επισκευτηκε του ειχα πη οτι περασε απο πανω μου 2 φορες και επειδη φορουσα μπλε σκουρα μπλουζα την εβγαλα και εμεινα με το ασπρο φανελλακι για να με δη, επειδη στο σημειο που ημουν δεν υπηρχαν σωστικα πλοια, τα εβλεπα πολυ μακρια μου.
Χρωσταω την ζωη μου στον ηρωα που με σηκωσε απο το κρεββατι με το ζορι και περιμενε στην καμπινα μου απεξω μεχρι να σηκωθω, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗ και τον Κον ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ δευτερον πατερα μου που με βοηθησε να πεσω στην θαλασσα εκεινη την κρισιμη ωρα του ναυαγιου.
Πιστευω καποιος, καποτε να ενδιαφερθη για το τραγικο ναυαγιο και να εξερευνηση τον πυθμενα της Φαλκονερας για να ησυχασουν οι ψυχες μας για τους αγαπητους φιλους που χασαμε, οι περισσοτεροι νεαρα παιδια…
Μια από τις πιο τραγικές εικόνες αυτού του ναυαγίου, ήταν μια κοπέλα, η φοιτήτρια Άλκηστις Αγοραστάκη, που έσωσε πολλούς, αλλά η ίδια, τελικά πνίγηκε.
hrakΠηγήthehistoryofgreece
Με πηγές από:
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ της Ευαγγελίας Καρεκλάκη
Σύλλογος Κρητών Ημαθίας
Χανιώτικα νέα
Ριζοσπάστης, Ρότα θανάτου
Σαν Σήμερα
Shipfriends,Το ναυάγιο του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ στη Φαλκονέρα
Wikipedia
Red-duster.co.uk, LEICESTERSHIRE
Αντικλείδι , http://antikleidi.com