Πτου σου Αλεξάκο μου!

Ώπα! Ώπα ρε φίλε! Δεν πέρασαν δύο εβδομάδες απ΄όταν σου έγραψα μια σοφία ενός φίλου μου Κρητίκαρου, μπας και πιάσεις το υπονοούμενο. Ήταν τότε που έχασες τον έλεγχό σου στην έκθεση Θεσσαλονίκης. Με τη δημοσιογράφο. «Καλοχαιρέτα τον πεζό όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός όταν θα ξεπεζέψεις». Τίποτα δεν κατάλαβες; Φτάσαμε και στις πόζες; Το μοντέλο; Διεθνής! Ανάμεσα στους πύργους της Νέας Υόρκης. By the way, στην πατρίδα γαμιέται ο Δίας, Αλεξάκο. Δεν γνωρίζω αν υπέπεσε στην αντίληψή σου. Ώπα, ώπα φιλαράκο.
Καθόμουν και σε παρατηρούσα. Τι διάολο είναι αυτό, που σε κάνει να μην βλέπεις τι συμβαίνει γύρω σου; Τι είναι αυτό, που σε κάνει να χάνεις κάθε επαφή με την πραγματικότητα και ν΄αρμενίζεις στην κοσμάρα σου; Μελετάω τις πόζες σου, σε μια μια τις φωτογραφίες. Το σκέρτσο, το νάζι, τη χαρά, την ικανοποίηση, το παιχνίδι με τον εαυτό σου και τον φακό. Πού έφτασες; Σε ποιoν άραγε καθρέπτη ματιών μπορείς ακόμα να καθρεπτίζεσαι και να νιώθεις δικαιωμένος;
«Πτου σου! Πτου σου αγόρι μου! Μην ακούς τον κόσμο. Σε ζηλεύουν αγόρι μου, για το πού έφτασες. Όλα μια χαρά τα έκανες. Ας τα ‘κάναν οι άλλοι καλύτερα, στο κάτω κάτω. Μην ακούς κανέναν. Αλεξάκο, μόνο εκεί λίγο, το γιακαδάκι σου, έπρεπε να είχες προσέξει. Καλά, δεν βρέθηκε ένας;… Ένας! Σε τόσους επαγγελματίες, να σιδερώσει λίγο το γιακαδάκι σου να μην φαίνεται έτσι στη φωτογραφία; Μη σκας αγόρι μου. Μάνα είμαι, αυστηρή. Γι΄αυτό στο λέω. Μεταξύ μας, πολλοί θα το δουν Αλεξάκο μου, λίγοι θα το καταλάβουν. Πτου σου! Κούκλος βγήκες. Έχεις αυτό το άτιμο το χαμόγελο, παιδί μου εσύ! Πού έφτασες βρε Αλεξάκο; Κι όσο θυμάμαι, πόσο σου φώναζα όταν ήσουν μικρός… Τελικά δεν είναι να σκάει ο γονιός για τίποτα. Τι λες; Τι γίνεται στην πατρίδα; Όλα καλά αγόρι μου. Κοίτα να περνάς εσύ καλά. Αρκετά σκοτίστηκες. Τόσους χαραμοφάηδες έχεις δίπλα σου. Να δουλέψουν αυτοί για σένα. Πού θα έβλεπαν αυτοί εξουσία, αν δεν ήσουν εσύ με το χαμόγελο. Άντε μην ανοίξω το στόμα μου! Μη σκας παιδάκι μου. Μόνο λίγο τα κιλά σου να προσέξεις. Πού ακούστηκε. Ν΄αδυνατίζει ο Καμμένος και να παχαίνεις εσύ; Μόνο αυτό να νοιαστείς, την υ-γεί-α σου! Κατά τα άλλα, να ξέρεις, δεν τελειώνουν έτσι κι αλλιώς ποτέ, τα βάσανα του κόσμου. Μην κοιτάς που είμαστε εμείς καλοί και νοιαζόμαστε. Και βγήκες και συ ευαίσθητος. Άντε σε κλείνω αγόρι μου. Θέλω να σε περάσω από λάδι. Τόσα μάτια! Θα σκάσεις από το μάτιασμα».
«Ά ρε μάνα! Μόνο εσύ με νοιάζεσαι αληθινά και μου λες πάντα την αλήθεια».