![]() |
Του Γιάννη Τσερεβελάκη*
Ο Αριστοτέλης έχει γράψει στα «Πολιτικά»του ότι, αν ο άνθρωπος είναι «ζώον πολιτικόν», αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει λόγο, δηλαδή μπορεί να σκέπτεται, να αρθρώνει και να εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του προφορικά ή γραπτά. Επομένως, ο λόγος είναι ουσιαστικό στοιχείο της πολιτικής, η ουσία της πολιτικής είναι λογική και, άρα, πολιτική και λόγος-διάλογος ήταν για τους αρχαίους Έλληνες σχεδόν συνώνυμα (γιʼ αυτό και στην αρχαία Ελλάδα η λ. «ρήτορας» ήταν συνώνυμη με τη λ. «πολιτικός»).
Στον «Επιτάφιο»του Περικλή, που διασώζει ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του (βιβλ. Β, 40), ο μεγάλος Αθηναίος πολιτικός υποστήριξε ότι η διατύπωση ορθών κρίσεων και οι σωστές σκέψεις συνδέονται άμεσα με το λόγο και το διάλογο και γιʼ αυτό (σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες) η πολιτική «συν-ζήτηση», δηλαδή η από κοινού αναζήτηση λύσεων με το διάλογο και την έκθεση πολλών απόψεων, ήταν πολύ σπουδαία πολιτική πράξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή πολιτική δράση.
Αν όμως ο λόγος και ο διάλογος έχουν μια τέτοια καίρια σημασία για την πολιτική εν γένει (υπό τον όρο πάντοτε ότι τηρούνται οι κανόνες του διαλόγου και η κοινή, τουλάχιστον, λογική), υπάρχει και μια πλευρά του πράγματος που επί της ουσίας ακυρώνει την αξία του λόγου και εξαχρειώνει την ίδια την πολιτική. Πρόκειται για το φαινόμενο που παρατηρείται στους χώρους της πολιτικής δημοσιογραφίας, όπου πολιτικοί και δημοσιογράφοι, καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, αναμασούν, μηρυκάζουν και ανακυκλώνουν τα ίδια βαρετά πράγματα, επαναλαμβάνουν τις ίδιες «προκάτ»αναλύσεις, που φέρουν εμφανώς την κομματική ταμπέλα, «τσικλοποιώντας» τον πολιτικό λόγο, ο οποίος έτσι είναι μοιραίο να καταλήξει στο βρώμικο πεζοδρόμιο της πολιτικής φλυαρίας. Επίσης, ο ευτελισμός του επιχειρήματος σε σύνθημα, του διαλόγου σε παράλληλο μονόλογο, του λόγου σε προσπάθεια επιβολής καθώς και η αδυναμία αλληλοκατανόησης και, τέλος, η στρέβλωση της ελληνικής γλώσσας είναι τα φαινόμενα που μεταβάλλουν τον πολιτικό λόγο σε πολιτική φλυαρία. Ο Νίτσε έχει γράψει για την «ελεεινή και άσκοπη φλυαρία της πολιτικής», η οποία εμμένει στο επίπεδο του πολιτικού «κουτσομπολιού», των ίδιων τετριμμένων απόψεων και χιλιοειπωμένων γλωσσικών «κλισέ», από την οποία λείπει η ορθή σκέψη και η δημιουργική φαντασία. Και ο Heidegger έχει πει ότι η γλώσσα είναι το πιο επικίνδυνο αγαθό που δόθηκε στον άνθρωπο. Διότι είναι το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος ανορθώνεται στην περιωπή του δημιουργού του Είναι, αλλά και στην ταπεινότητα ενός φλύαρου όντος.
Τα γράφω όλα αυτά με την ευκαιρία των δημοτικών εκλογών του 2014, όταν, και προ των εκλογών και μετά από αυτές, διεξήχθησαν πολύωρες συζητήσεις στα διάφορα «πάνελ»που οργάνωσαν τα τηλεοπτικά κανάλια, με καλεσμένους δημοσκόπους (μήπως πρέπει να τους πούμε «δημοκόπους»;) και πολιτικά πρόσωπα από όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς. Αν δεχθούμε ότι το βράδυ, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ήταν δικαιολογημένη μια συζήτηση για την αποτίμηση του αποτελέσματος, αυτή έπρεπε να είναι περιεκτική και ουσιαστική. Αντʼ αυτού, ωστόσο, επεκράτησε η πολιτική φλυαρία, η οποία συνεχίστηκε και την άλλη μέρα και προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και τις επόμενες μέρες, λόγω και των επικείμενων ευρωεκλογών. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί προσπαθούσαν, οι μεν πρώτοι να εκμαιεύσουν τάχα απαντήσεις από τους καλεσμένους, μη σεβόμενοι ούτε κατʼ ελάχιστον τον εκάστοτε ομιλούντα, με τις συνεχείς διακοπές και παρεμβάσεις τους, οι δε δεύτεροι, όμηροι, κατά κάποιο τρόπο των πρώτων, να αποδείξουν ότι ήταν νικητές ή, έστω, μη ηττημένοι, πολλές φορές μάλιστα κάνοντας διαφορές αριθμητικές αλχημείες, λες και το πρόβλημα της χώρας αυτή τη στιγμή περιορίζεται στην πρωτιά του Α ή Β Περιφερειάρχη ή Δημάρχου ή στη νίκη κάποιου κόμματος. Έτσι όμως, το πολιτικό πρόβλημα έμεινε κατʼ ουσίαν ανέγγιχτο και οι εκλογές εκτμήθηκαν στο επίπεδο των εντυπώσεων. Γιʼ αυτό και όλες οι συζητήσεις αναλώθηκαν στο επίπεδο της επιφάνειας, του «φαίνεσθαι»και όχι του «είναι»της πολιτικής, με τη χρήση μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις μιας ποδοσφαιρικής ορολογίας (ντέρμπι, δεύτερο ημίχρονο, γκολ κ.ά.), που ευτελίζει εντελώς τον πολιτικό λόγο και, συνεπώς, την ίδια την πολιτική ως τέτοια.
Όλο αυτό μου φέρνει στο νου ένα δοκίμιο του Ουμπέρτο Έκο για τον αθλητισμό με τον τίτλο «Αθλητική φλυαρία» από το βιβλίο του «Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή». Στο κείμενο αυτό ο σπουδαίος Ιταλός διανοητής και λογοτέχνης εκθέτει τις σκέψεις του για το πώς ο αθλητισμός, από συμμετοχή σε ένα παιγνίδι, άσκηση και υγεία, μεταβάλλεται σε θέαμα και στη συνέχεια σε συζήτηση πάνω στον αθλητισμό ως θέαμα. Και καθώς η συζήτηση γίνεται δια του αθλητικού τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, θέμα της είναι όσα συζητήθηκαν στον τύπο και άρα «το σύγχρονο σπορ είναι η συζήτηση πάνω σʼ αυτά που γράφει ο αθλητικός τύπος». Επομένως, ο αθλητισμός ως άσκηση παύει να υπάρχει και υπάρχει μόνο η φλυαρία για τα σπορ ή η φλυαρία πάνω στη φλυαρία των σπορ. Μήπως το ίδιο δεν γίνεται και με τα πολιτικά πράγματα; Η πολιτική φλυαρία έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αθλητικής φλυαρίας, όπως την ανέλυσε ο Ο. Έκο: η πολιτική συζήτηση αφορά τη συζήτηση για τα πολιτικά πράγματα που ήδη έγινε ή γίνεται από τα ΜΜΕ και όλα τελικά εξαντλούνται σʼ αυτό το επίπεδο, με την ουσιαστική συμμετοχή του πολίτη και τα ίδια τα προβλήματά του να είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει. Υπάρχει ένα τελετουργικό με αξιολογήσεις, θριαμβολογίες, επιθέσεις, λεξιλόγιο, κλισέ και συνθήματα που χρησιμοποιούνται στην πολιτική όπως και στην αθλητική φλυαρία. «Οι συμμετέχοντες», γράφει ο Έκο, «λένε τι θα ʽπρεπε να κάνουν οι κυβερνήτες της χώρας, τι κάνανε, τι θα θέλαμε να κάνουνε, τι συνέβη και τι θα συμβεί…». Δηλαδή τα ξέρουν όλα, ενώ ίσως δεν έχουν κατανοήσει τίποτε.
Θα κλείσω αυτό το κείμενο με όσα λέγει ο Heidegger για τη φλυαρία: «Η φλυαρία είναι μια δυνατότητα να περιλάβουμε τα πάντα χωρίς προηγουμένως να ιδιοποιηθούμε το αντικείμενο. Η φλυαρία προστατεύει εξαρχής από τον κίνδυνο αποτυχίας σε περίπτωση ιδιοποίησης. Η φλυαρία, που όλοι μπορούν να κάνουν, όχι μόνο αποδεσμεύει από την υποχρέωση αυθεντικής κατανόησης, αλλά πλάθει μια αδιάφορη γνωστικότητα για την οποία τίποτα πια δεν είναι αβέβαιο». Κοντολογίς, οι πολιτικοί μας φλυαρούν είτε για να μη λένε τίποτε το ουσιαστικό, είτε για να φαίνονται παντογνώστες και μέσα στα πράγματα είτε για να μη δείχνουν αποτυχημένοι, αφού, ως γνωστόν, η πολυλογία «κουκουλώνει» την αλήθεια.
* Ο Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης είναι φιλόλογος-θεολόγος.