Το ‘χα ξαναδεί και άλλοτε το λεωφορείο  μέσ’ το δάσος αλλ’ αυτή τη φορά ήρθα για να το φωτογραφήσω. Ή, έστω, να φωτογραφήσω ότι έχει απομείνει απ αυτό αφού, μετά το θάνατο του ερημίτη, το διαγουμίσανε οι, δεν ξέρω ποιοι. Δεν μπορείς να σταθείς πουθενά εδώ μέσα. Σκουριά και σαβούρα. Σαβούρα με μνήμες. Όχι δικές μου βέβαια αλλά μπορώ να φανταστώ. Μόνος μου με το οξειδωμένο φάντασμα του αναχωρητή δίπλα ξαπλώνω στο γρασίδι κι ας είναι υγρό. Πάνω απ το κεφάλι μου η χιονισμένη βουνοκορυφή του Κόρακα. Κανένα αγριολούλουδο δεν έχει ανθίσει ακόμη. Μπορώ να σου βρω χίλιους λόγους για ν’ αφήσεις πίσω σου τον πολιτισμό της κινητής τηλεφωνίας και του ιμέιλ και να ‘ρθεις να ζήσεις εδώ, μέσα σ’ ένα λεωφορειόσπιτο. Το ερώτημα είναι γιατί εγώ δεν το ’χω κάνει ακόμα. Και η απάντηση είναι ότι το θεωρώ παραίτηση και φυγομαχία. Αλλά, το να ρίχνεις στη σχισμή ένα ψηφοδέλτιο, κι αυτό ως μη χείρον, κάθε τέσσερα χρόνια τι είναι; Αντίσταση; Μην τρελαθούμε κι όλας!

Του Κώστα Ζυρίνη