– «Όταν γεράσεις»
(μετάφραση: Κρυσταλλία Κατσαρού)
Όταν γεράσεις κι ασπρίσεις και στον ύπνο βυθιστείς
Καθισμένη δίπλα στη φωτιά, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι
Να το διαβάζεις αργά, ν’ αφήνεσαι στων ματιών τις θύμησες
Στο βλέμμα τους, στις χαρακιές σκιές τους
Τόσοι πολλοί αγαπήσανε τις ροδαλές στιγμές σου
Την ομορφιά σου αγάπησαν στ’ αλήθεια ή σαν ψέμα
Ένας, όμως, αγάπησε τη συντροφιά ψυχή σου
Τις παλλόμενες πτυχώσεις θλίψης στην όψη τη δική σου
Κι έτσι σκυμμένη στη σιδηρά εστία την πυρωμένη
Να ψιθυρίζεις, δίχως χαρά, πώς πέταξε η Αγάπη
Και δρασκελώντας τα βουνά, ένα έγινε με δαύτα
Το πρόσωπό του κρύβοντας ανάμεσα στα άστρα
Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς
Μύστης, μελαγχολικός, εσωστρεφής, γοητευμένος στο παράξενο και το απόκοσμο, ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς γεννιέται το 1865 στο προάστιο του Σάντιμαουντ του Νότιου Δουβλίνου για να γίνει ακριβώς αυτό: ποιητής του αρχαίου ιρλανδικού μυστικισμού και της κέλτικης μυθολογίας, εισηγητής και υμνητής της εθνικής ιρλανδικής ποίησης και ιδρυτής του Ιρλανδικού Εθνικού Θεάτρου του Δουβλίνου.
Σύγχρονος του άλλου μεγάλου, του Όσκαρ Γουάιλντ, γιος του ζωγράφου, Τζον Μπάτλερ Γέιτς, ο νεαρός τότε και συνεσταλμένος Γουίλιαμ, θα ζήσει για καιρό ανάμεσα στο Λονδίνο του ξεπεσμού και της παρακμής των τελών του 19ου αιώνα και στην έμπλεη γεγονότων και ταραχωδών περιόδων Ιρλανδία: είναι η εποχή των πρώτων ποιημάτων, ενδεικτικών του ενδιαφέροντος για σύμβολα και παραδόσεις διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών.
«Υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος. Αλλά είναι μέσα σ’ αυτόν εδώ», θα πει με σιγουριά στην πρώτη του νιότη, για να συμπληρώσει τη σκέψη του λίγα χρόνια μετά το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1923: «Ο κόσμος είναι γεμάτος από μαγικά πράγματα που περιμένουν υπομονετικά το πνεύμα μας να γίνει πιο οξυδερκές».