Απόσπασμα από την «Αρφανούλα», διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

Ἰδὼν τότε ὁ Σπῦρος ὅτι διὰ τῶν ἀπειλῶν οὐδὲν κατώρθου, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος ἐγίνετο, ἀπεφάσισε νὰ μεταχειρισθῇ τὰς δεήσεις. Εἰς τὰ τοιαῦτα, δεήσεις καὶ δάκρυα, οἱ ἀργοὶ εἶνε θαυμάσιοι· ἠμποροῦν νὰ μεταπείσουν καὶ αὐτὸν τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ νᾶ μεταβάλῃ γνώμην περὶ αὐτῶν, ὄχι τὴν γυναικεῖαν τῆς Ἀρφανούλας διάνοιαν, ἡ ὁποία ἐπείθετο ἀμέσως ὡς τὸ μικρὸν παιδίον.

− Μὴ βλέπῃς, ἔλεγε κλαίων σχεδὸν ὁ Σπῦρος, μὴ ἀκούῃς. Ἀρφανοῦλα μου, μὲ κυνηγᾷ ἡ ἀτυχία. Ξέρω ἐγὼ τὴν δουλειά μου. Ἂς μὴν ἄνοιγε τὸ διπλανὸ καφενεῖο, καὶ θἄβλεπες σήμερα τὸν Σπύρο. Ἂς ἔπεφτε ὁ γέρως, νὰ διαλυθῇ ἡ βουλή, καὶ θἄβλεπες τὸν Σπύρο ‘ς τὴν Πάτρα, ‘ς τὴν σταφίδα νὰ γυρίσῃ πίσω μὲ χρυσᾶ ὡρολόγια.

Γυνὴ ἦτο, ἀδελφή του ἦτο, εὐσπλαγχνικὴ φύσις ἦτο.

Ἡ Ἀρφανοῦλα ἐκάμφθη.

Καὶ ὁ Σπῦρος μετά τινας ἡμέρας, ἐκεῖ παρὰ τὴν Ἁγίαν Μαρίναν, χωμένος μέσα εἰς ἕνα μικρὸν ἐμπορικάκι, γεμᾶτο ψιλικὰ ποικιλώνυμα, μὲ κατάστιχα, μὲ καλαμάρια, καὶ πέννες νὰ σημειώνῃ, μὲ ἀπομεινάρια τοῦ ἐργοστασίου τῆς Ἀρφανούλας διὰ τὰς πτωχὰς ἐκεῖ κορασίδας, ποῦ τρελλαίνονται γιὰ ἕνα φτερό, ἢ γιὰ ἕνα ψευδοάνθος, ἐπώλει, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ καὶ ὁ ἴδιος τί κάμνει.

− Πῆγες καμμιὰ μέρα, νὰ ἰδῇς τί κάμνει ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός σου;

Ἠρώτησε μετά τινας μῆνας τὴν Ἀρφανοῦλαν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, θυμωμένος διότι δὲν εἰσηκούσθη.

− Εἶχα καιρόν; … Ἀπήντησεν ἡ Ἀρφανοῦλα.

Ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὅμως, τὰκ−τὰκ περιερχόμενος ὅλας τὰς συνοικίας καθ’ ἑκάστην, εἶχε καιρόν. Καὶ ἔμαθεν ὅτι εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίναν ἄνοιξεν ἕνα ἐμπορικάκι ποῦ πωλεῖ φθηνά, πάμφθηνα, ποῦ δὲ ζητάει τὰ βερεσέδια ὁ ἐμποράκος, ποῦ δὲν σημειόνει, ποῦ τὸν γελᾶνε τὰ παιδάκια καὶ τὰ κοριτσάκια· ποὺ τοῦ κλέβουν τὰ κονδύλια καὶ τὴς πλάκαις καὶ τὴς κορδελίτσαις ἀπὸ μπροστὰ ἀπο τὰ μάτια του, καὶ τόσα ἄλλα.

Ἡ Ἀρφανοῦλα τὰ εἶπεν αὐτὰ εἰς τὸν ἀδελφόν της, χωρὶς ν’ ἀναφέρῃ τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν. Ἀλλ’ ὁ Σπῦρος τὰ διέψευδεν. Ἔλεγεν ὅτι τὰ διαδίδει αὐτὰ ἕνας φούρναρης ἐκεῖ δίπλα του, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ εἶδεν ὅτι τὸ μαγαζάκι του ἔκαμνε δουλειά, παρήγγειλε καὶ αὐτὸς καὶ τοῦ ἔφκιασαν μέσα εἰς τὸν φοῦρνον μιὰ μόστρα καὶ ἔβαλε κάμποσα ψιλικὰ καὶ αὐτὸς καὶ τὰ κατέβασεν ἐλεεινά, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι τοῦ ἔκοψε τοῦ Σπύρου τοὺς μουστερῆδες. Γιατὶ αὐτὸς εἶνε κατεργάρης καὶ ὅσα σπίτια δὲν στέλνουν τὰ παιδιά τους νὰ ψωνίσουν τὰ ψιλικὰ ἀπὸ αὐτόν, δὲν τοὺς δίνει ψωμὶ κρέντιτο. Νά, αὐτὰ εἶνε τὰ σωστά. Ὅτι δηλαδή, Ἀρφανοῦλα μου, ἡ ἀτυχία μὲ κυνηγᾷ· καὶ νὰ πῇς χαιρετίσματα εἰς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν ὅτι ὁ Σπῦρος εἰμπορεῖ νὰ εἶνε ἄτυχος, τεμπέλης ὅμως δὲν εἶνε.

Ἡ Ἀρφανοῦλα ἕνεκα συσσωρεύσεως παραγγελιῶν ἐν τῷ ἐργοστασίῳ, δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ φροντίσῃ ἐγκαίρως· καὶ οὕτως μὲ τὴν νέαν ἐπιχείρησιν τοῦ ἀδελφοῦ της ἐζημιώθη ἄλλας χιλίας δραχμάς.

Ἐπῆγε νὰ σκάσῃ ἀπὸ τὸν θυμόν του ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς. Ἀλλ’ ἐνόμιζε πλέον ὅτι ἡ Ἀρφανοῦλα ἔβαλε γνῶσιν, ὅτε τὴν παραμονὴν τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἐλθὼν νὰ χαιρετίσῃ τὴν ἀνεψιάν του διὰ τὰ Χριστούγεννα, μετά τινα καιρόν, βλέπει καὶ ἡτοίμαζε διάφορα παιγνιδάκια καὶ ἀθύρματα πολλά, σωρὸν μεγάλον.

Ὁ Σπῦρος ἔλειπε.

− Τί εἶν’ αὐτὰ Ἀρφανοῦλα; ἠρώτησεν ὁ θεῖός της. Κἄτι πολλὰ δῶρα θὰ κάμῃς ἐφέτος. Μήπως τὸν ἀρραβώνιασες τὸν Σπῦρο, κρυφὰ ἀπὸ τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν; Νὰ σοῦ πῶ, δὲν θὰ ἦταν ἄσχημα. Ὁ γάμος εἶνε σἂν τὸ τυπογραφικὸ πιεστήριον καὶ μπορεῖ νὰ στρώσῃ καὶ ὁ Σπῦρος.

Ἡ Ἀρφανοῦλα ἐγέλασε. Καὶ διηγήθη εἶτα εἰς τὸν θεῖόν της τὰ συμβαίνοντα.

−Τί νὰ σοῦ πῶ, μπάρμπα−Σταυρῆ. Τὸν λυπήθηκα. Δὲν βαστᾷ ἡ ψυχή μου. Δὲν ἔχει παντελόνι νὰ φορέσῃ. Ἔπεσε ‘ς τὰ πόδια μου μὲ τὰ δάκρυα, σἂν μωρό, καὶ μοῦ εἶπεν. Ἀπ’ τὸν Θεὸν καὶ στὰ χέρια σου, ἀδελφούλα μου. Ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σὲ βαρύνω. Δάνεισέ μου ἕνα κατοστάρικο νὰ στήσω ‘ς τὴν Καπνικαρέα ἕνα τραπέζι νὰ πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, νὰ βγάλω μιὰ φορεσιὰ ροῦχα τὸ ἐλάχιστο. Σὲ λίγαις ἡμέραις θὰ τὸν φᾶνε τὸν Γέρω, τέλος πάντων. Καὶ ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σὲ βαρύνω. Τὸ βλέπω κ’ ἐγώ. Κοντζάμ ἄνδρας ὡς ἐκεῖ ἐπάνω, νὰ μένω χωρὶς δουλειά! Φταίει καὶ ὁ μακαρίτης ὁ γέρω−Λαχανᾶς. Ὅταν μοῦ ἔλεγε, βρὲ Σπυράκι μου, βρὲ Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αὐτὸς μέσα ‘ς τὸν ἱδρῶτα καὶ τὰ χώματα, ἔπρεπε νὰ σηκώσῃ τὴν τσάπα του νὰ μοῦ κάμῃ μιὰ τρύπα ‘ς τὸ ξερό μου, νὰ ἔμβῃ μέσα ὀλίγη γνῶσις.

Καὶ ἔκλαιεν ὁ καϋμένος…

Τὸν λυπήθηκα μπάρμπα−Σταυρῆ. Ἔπειτα νὰ ποῦμε καὶ τοῦ φτωχοῦ τὸ δίκαιο. Τὸν κυνηγᾷ καὶ ἡ κακοτυχία. Δὲν εἶνε μονάχη ἡ κακομοιριά.

− Μὰ δὲν ξέρεις, κορίτσι μου, ὅτι ὅπου κακομοιριά, ἐκεῖ καὶ κακοτυχία;…

Οὕτω λοιπὸν ὁ Σπῦρος τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, μὲ τὴν πονηρίαν του καὶ μὲ τὴν φυσικὴν ἀγαθότητα τῆς Ἀρφανούλας τὰ κατάφερε πάλιν· καὶ τὸν εἴδομεν τὴν παραμονὴν τῆς πρωτοχρονιᾶς πρωῒ − πρωΐ, παρὰ τὸ Ἅγιον Βῆμα τῆς Καπνικαρέας, ἐμπρὸς εἰς μίαν τράπεζαν γεμάτην ποικιλώτατα εὐθηνὰ ἀθυρμάτια, στρέφοντα, τῇ συμβουλῇ τοῦ θείου του, μίαν τεραστίαν ροκάναν, κρώζουσαν ἐκεῖ θρηνητικῶς, πρώτην − πρώτην αὐτήν, ὡς τὸ ἐγερτήριον τῆς μεγάλης ἐμπορικῆς ὁδοῦ, τὴν τρελλὴν ἐκείνην ἡμέραν.

Ἀλλὰ μόλις ἐξηφανίσθη ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς μὲ τὰ τρία ξύλα του, ὡς εἴδομεν, καὶ ψεκάδες πυκναὶ ἤρχισαν νὰ πίπτουν.

Ὁ ἄνεμος ἐτράπη πρὸς τὸ βορειοανατολικὸν τοῦ ὁρίζοντος καὶ μετ’ ὀλίγον βροχὴ δαρτὴ ἤρχισε νὰ πίπτῃ. Θόρυβος ἐπηκολούθησε τότε καὶ ταραχὴ μεγάλη εἰς τὰς πέριξ ἐκεῖ ἄλλας τραπέζας τῶν παιγνιοπωλῶν, καὶ φωναὶ καὶ βλασφημίαι ἠκούσθησαν. Ἄλλοι μὲ λευκὰς σινδόνας ἐσκέπαζον τὰ πρὸς πώλησιν ἀθύρματα, ὡς νὰ τὰ ἐσαβάνοναν, καὶ ἄλλοι εἰσεκόμιζον τὰς τραπέζας των εἰς τὰ ἐγγὺς ἐμπορικά. Οἱ ἔμποροι, ἀπηλπισμένοι συνέκρουον τὰς χεῖράς των ὡς οἱ σταφιδοκτήμονες, βραχείσης τῆς σταφίδος. Οἱ ὑπάλληλοί των ἐγελοῦσαν σκαστά.

Ὁ Σπῦρος τότε τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, ἀνοίξας τὴν ὀμβρέλλαν του, εἶχεν αὐτὴν τὴν πρόνοιαν, μὲ ὅλην τὴν ἀνικανότητά του ἦτο γεμάτος πονηρίαν, ἀνέμενε νὰ παύσῃ ἡ βροχὴ κ’ ἐξηκολούθει νὰ συστρέφῃ τὴν τεραστίαν ροκάναν.

Οὐδεὶς διαβάτης ἐτόλμησε νὰ προβάλῃ ἐπὶ τόσας ὥρας καὶ ἐκινδύνευε νὰ κηδευθῇ ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἔτους ἐκείνου ἄνευ τῆς προπομπῆς, ἀλλὰ μόνον μὲ τοὺς θρηνητικοὺς κρωγμοὺς τῆς ροκάνας τοῦ Σπύρου, τοῦ υἱοῦ τοῦ γέρω−Λαχανᾶ.

Διότι ἀληθῶς μετ’ ὀλίγον ὁρμητικὴ θύελλα ἐκραγεῖσα, θαρρεῖς καὶ ἀπέλυσεν ἐπὶ τῆς πόλεως ὁλόκληρον τροῦμπαν. Καταρράκται κατακλυσμοῦ ἀνοίχθησαν καὶ ρεῦμα μετὰ ἠχηρᾶς βοῆς κατῆλθεν ἀμέσως ἀπὸ τοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖον παρέσυρε πᾶν τὸ προστυχόν. Οἱ ἔμποροι ἔσπευδον ν’ ἀποσύρωσιν ἀπὸ τῶν θυρῶν των τὰ πρὸς πώλησιν πράγματα. Ἡ δὲ τράπεζα τοῦ Σπύρου, μὴ προνοήσαντος νὰ τὴν εἰσαγάγῃ ἐγκαίρως εἴς τι ἐμπορικόν, ὡς ἔπραξαν πρὸ μικροῦ οἱ ἄλλοι παιγνιοπῶλαι, ἀνετράπη φεῦ! καὶ τὰ παίγνια ὅλα καὶ ὅλα τὰ ἀθύρματά του οἰκτρῶς παρεσύρθησαν ὑπὸ τοῦ χειμάρρου κ’ ἐξηφανίσθησαν εἰς τὴν ἐκεῖ πλησίον μεγάλην καταβόθραν.

Καὶ ἐσώθη μόνος ὁ Σπῦρος τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, ὡς ὁ τελευταῖος ἄγγελος τοῦ Ἰώβ, ἵνα ἀναγγείλῃ τὴν θλιβερὰν εἴδησιν εἰς τὴν ἀδελφήν του.

− Πὲς χαιρετίσματα εἰς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ, εἶπε θρηνῶν ὁ Σπῦρος, πές του ποῦ ξέρῃ νὰ κάνῃ τὸ ξυλόσοφο, ὅτι ὁ Σπῦρος δὲν εἶνε τεμπέλης, ἀλλὰ τὸν κατατρέχει ἡ ἀτυχία…

Κατόπιν, μετὰ μεσημβρίαν, ὁ οὐρανὸς τῆς Ἀττικῆς, ὁ ἀπατεών, ἐξαστέρωσε κ’ ἔγεινεν ἀρκετὴ κίνησις, ὁ δὲ σχηματισθεὶς βόρβορος συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ ἀνυψώσῃ εἰς βακχικὴν τελετήν, τὴν γενομένην ἐκεῖνο τὸ ἔτος παρέλασιν τῶν Ἀθηναίων.

− Δὲν ξεύρω, τέλος πάντων, ἔλεγεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος, ἐλθὼν τὴν ἐπαύριον νὰ χαιρετίσῃ τὴν Ἀρφανοῦλαν, δὲν ξεύρω ποῖος πταίει, ὁ ἀδελφός σου ἢ ἡ ἀτυχία του. Σοῦ τὸ εἶπα ὅμως καὶ ἄλλαις φοραίς. Ὅπου κακομοιριὰ ἐκεῖ καὶ ἀτυχία. Ἔπειτα ἐσὺ διαβάζεις βιβλία. Δὲν ξεύρεις ὅτι «κακομοίρης» θὰ πῇ ἄτυχος; Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε, ἐτελείωσεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, ὅτι ἂν ὁ Σπῦρος ἐπήγαινεν ἀπὸ μικρὸς σὲ κανένα Μοναστῆρι, μποροῦσε σήμερα νὰ εἶνε κάτι τι. Κ’ ἐκτύπησε τὸν ξύλινον πόδα του κραταιῶς ἐπὶ τοῦ πατώματος, ὡς νὰ ἐκτυποῦσε τὴν κεφαλήν του, διότι δὲν τὸ εἶπεν αὐτό, ὅταν ἔπρεπε.

Απόσπασμα από την «Αρφανούλα», διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

(πηγή: greek-language.gr, Aλ. Μωραϊτίδης, «Διηγήματα», πρόλ. Βλ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, Σιδέρης, 1921, σελ. 161−180)

Ο σκιαθίτης λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1850 και απεβίωσε στις 25 Οκτωβρίου 1929.

Έχετε εμμονή με την υπερβολική τάξη; Ενδέχεται να είναι σημάδι Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής!

Φανταστείτε ότι το μυαλό σας μένει κολλημένο σε μια συγκεκριμένη σκέψη ή μια εικόνα…
Κι ότι στη συνέχεια αυτή η σκέψη ή εικόνα επαναλαμβάνεται στο μυαλό σας ,ξανά και ξανά ότι κι αν κάνετε…
Δεν θέλετε να έχετε αυτές τις σκέψεις – είναι σαν μια χιονοστιβάδα…nullΜαζί με αυτές τις σκέψεις έρχεται κι ένα έντονο συναίσθημα ανησυχίας και άγχους…

Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), είναι μία ψυχική πάθηση που χαρακτηρίζεται από παράλογες σκέψεις, ιδέες, εικόνες (εμμονές – ιδεοληψίες ή ψυχαναγκασμούς) και οδηγεί τους ασθενής σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές με αποτέλεσμα να γίνονται καταναγκαστικοί.

Τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή έχουν συμπτώματα εμμονών, καταναγκασμού ή και τα δύο. Μπορεί να εμφανίζουν συμπεριφορές οι οποίες  επηρεάσουν όλες τις πτυχές της ζωής τους , όπως η εργασία, το σχολείο και οι προσωπικές σχέσεις. Αυτά τα άτομα μπορεί να μην συνειδητοποιούν ότι έχουν εμμονές που δεν είναι λογικές ή μπορεί να τις αγνοούν επίτηδες. Αλλά αυτό αυξάνει περισσότερο την κάθε εμμονή και το άγχος. Τελικά, φτάνουν στο σημείο προβαίνουν σε ψυχαναγκαστικές πράξεις, σε μια προσπάθεια να “απαλύνουν” τα αγχωτικά συναισθήματά τους.

Η OCD συχνά επικεντρώνεται γύρω από συγκεκριμένα μοτίβα. Το πιο κοινό και επαναλαμβανόμενο παράδειγμα είναι ο φόβος να μολυνθεί από μικρόβια. Για να κατευνάσει αυτόν τον φόβο του, μπορεί να πλένει ψυχαναγκαστικά τα χέρια του μέχρι του σημείου που το πλύσιμο γίνεται επώδυνο και η επιδερμίδα του είναι “σκασμένη”. Αυτό καταλήγει σε μια “τελετουργική” συμπεριφορά και έναν “φαύλο κύκλο” που είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της OCD.

Συμπτώματα εμμονής:

Φόβος μόλυνσης από χειραψία ή από το απλό άγγιγμα αντικειμένων που έχουν αγγίξει και άλλοι άνθρωποι.

  • Υπερβολή σε οποιανδήποτε πτυχή λούσιμο, βούρτσισμα δοντιών, χρήση της τουαλέτας, γενική περιποίηση εαυτού
  • Υπερβολή στην καθαριότητα οικιακών ή άλλων αντικειμένων
  • Αμφιβολίες για το αν έχουν κλειδώσει την πόρτα, σβήσει την κουζίνα  ή  το θερμοσίφωνο κλπ
  • Έντονο στρες όταν τα αντικείμενα είναι άναρχα τοποθετημένα και όχι στην σειρά ή αν δεν “κοιτάνε” όλα προς το “σωστό” μέρος
  • Σκέψεις αυτοτραυματισμού ή πρόκλησης τραυματισμού σε κάποιον άλλο
  • Υβρεολογίες ή ανάρμοστη συμπεριφορά
  • Αποφυγή χειραψίας και γενικότερα σωματικής επαφής
  • Αυξημένο άγχος από δυσάρεστες σεξουαλικές επαναλαμβανόμενες εικόνες

Συμπτώματα καταναγκασμού:

  • Το πλύσιμο των χεριών μέχρι το δέρμα να γίνει υπερβολικά ξηρό και ευαίσθητο
  • Συνεχής έλεγχος  για το αν οι πόρτες είναι κλειδωμένες, ή για το αν τα φώτα στο σπίτι είναι σβηστά ,αν είναι κλειστή η κουζίνα ή ο θερμοσίφωνας
  • Το να μετράει κανείς ακολουθώντας μόνο συγκεκριμένη “τελετουργία”
  • Το να επαναλαμβάνει κανείς διαρκώς και σιωπηλά μια προσευχή, μια λέξη ή μια φράση
  • Το να τακτοποιεί κανείς κάθε αντικείμενο γύρω του με έναν συγκεκριμένο τρόπο που είναι πάντοτε ο ίδιος

Συσσώρευση αντικειμένων στο σπίτι που οδηγεί σε ακαταστασία (hoarding)

Τα συμπτώματα αρχίζουν συνήθως απότομα και τείνουν να ποικίλουν σε σοβαρότητα κατά τη διάρκεια της ζωή του ασθενούς ενώ γενικά επιδεινώνονται όταν το άτομο βιώνει αυξημένο στρες. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή είναι μια ισόβια διαταραχή, η οποία μπορεί να είναι τόσο σοβαρή και χρονοβόρα, ώστε να γίνει εμπόδιο για την ζωή του ασθενούς και για το περιβάλλον του.

Εκδρομούλες

Το φθινόπωρο με τα απίθανα χρώματα της φύσης μας καλεί στο ύπαιθρο. Αν περάσετε πρωί-πρωί Σαββατιάτικα από την Ομόνοια θα δείτε ένα ολόκληρο στόλο από πούλμαν να ετοιμάζονται για τη μεγάλη φυγή. Τι γινόταν όμως με τους προγόνους μας;

sitaras-for-21-oct-2022-photo-2

Θωμάς Σιταράς

Εκδρομή» για όλα τα μέρη του κόσμου σημαίνει σπορ, πεζοπορία, λιτό φαί, καθαρός αέρας, φυσική ζωή.

Εκδρομή για τον Ρωμιό σημαίνει ακριβώς τα αντίθετα: Χουζούρι, καλοπέραση, καλό φαί, χορός και… παρεξήγηση.

Ο ξένος πηγαίνει στην εξοχή για να αναπνεύσει οξυγόνο. Ο Ρωμιός πηγαίνει για να κλειστεί στο πρώτο καφενείο που θα συναντήσει και να παίξει εκεί ανενόχλητος το τάβλι του!

Ο ξένος γυρίζει από την εκδρομή του μ’ ελαφρύ στομάχι και με μια ευχάριστη κούραση. Ο Ρωμιός γυρίζει τύφλα στο μεθύσι και μ’ ένα στομάχι άθλιο από την πολυφαγία.

Θα τους έχετε δει τα κυριακάτικα πρωινά τους ¨εκδρομείς¨ μας. Κατηφορίζουν απ’ όλες τις γωνιές της Αθήνας για το σταθμό της Λάρισας, φορτωμένοι μ’ ένα σωρό απίθανα πράγματα. 

Καλάθια, καλαθάκια, γραμμόφωνα, κουβέρτες, νταμιτζάνες, μαντολίνα, σακίδια, κιθάρες, φωτογραφικές μηχανές κι’ ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Νομίζεις ότι εκπατρίζονται τουλάχιστον για δύο χρόνια. Κι’ όμως πρόκειται να επιστρέψουν στα σπίτια τους το ίδιο βράδυ!

sitaras-for-21-oct-2022-photo-1-

Μάχη ολόκληρη γίνεται για την κατάληψη μιας θέσης στο εκδρομικό βαγόνι. Έτσι όπως εφορμούν εναντίον του, νομίζεις πως βλέπεις τους πανικόβλητους κατοίκους μιας πόλης που βομβαρδίζεται, που αγωνίζονται να το σκάσουν μια ώρα αρχύτερα από τον τόπο της καταστροφής.

-Μαρία …
-Από’ δώ.

-Γεράσιμεεε …
-Πού είναι το παιδί;
-Κωστάκη, θα ξεκινήσει!
-Πρόσεχε Πελοπίδα κάθεσαι στους κεφτέδες!
-Ξεκίνησε, ξεκίνησε!
-Παναγία μου… Έμεινε ο Ζαχαρίας έξω!

Μέσα στο τρένο κιόλας αρχίζει το φαγοπότι…

Πρώτος ο απαραίτητος ¨αστείος της παρέας¨ καταβροχθίζει, έτσι, χάριν αστείου τρείς κεφτέδες. Αυτό η παρέα το βρίσκει εξαιρετικά έξυπνο και για να μην υστερήσει κι’ αυτή σε πνεύμα, ανοίγει ένα σακίδιο και καθαρίζει τα ντολμαδάκια.

Το φαγοπότι συνεχίζεται στην εξοχή. Οι κουβέρτες στρώνονται εν τάχει και οι «σπόρτσμαν» ξαπλώνονται φαρδιά-πλατειά, εκτός από μερικά ζευγάρια ερωτευμένων που με τη βοήθεια ενός βραχνού γραμμοφώνου επιμένουν να χορεύουν στα κατσάβραχα. Απ’ τις έντεκα κιόλας οι μισοί έχουν γίνει φέσι. 

Στις τρείς, όταν ξυπνήσουν οι εκδρομείς θα στρωθεί ξανά μια κουβέρτα και θα παρατεθεί νέο γεύμα με τους υπόλοιπους κεφτέδες και το υπόλοιπο κρασί ¨για να μη πάνε χαμένα μια και τα φέραμε¨.

Κι’ ύστερα πάλι, ξανά ύπνος, αισθηματικά ταγκό, τάβλι και ποκίτσα. Και ποκίτσα μάλιστα! Υπάρχουν ¨αγνοί φυσιολάτρες¨ που δεν ξεκινούν αν δεν βεβαιωθούν ότι μέσα στο σακίδιό τους εκτός των κεφτέδων υπάρχει και η απαραίτητη τράπουλα.

sitaras-for-21-oct-2022-photo-3

Εννοείται πως όλα αυτά έχουν τα χάλια τους. Ο ρήγας μπαστούνι, επί παραδείγματι, είναι πασαλειμμένος με μαρμελάδα βερίκοκο και στο αβρό πρόσωπο της ντάμας υπάρχουν ακόμη καταφανή τα ίχνη της επαφής της με τους κεφτέδες.

Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το παιχνίδι δεν χάνει το ενδιαφέρον του.

-Τσιπ σαν βουάρ.
-Πενήντα.
-Τα ρέστα μου.

Και είναι συνηθέστατος ο παρακάτω διάλογος την επομένη της εκδρομής:

-Πως τα πήγες χτές στη Μαλακάσα Κωστάκη;
-Άστα καημένε! Τρομερή γκίνια, έχασα χίλιες πεντακόσιες…

(Βασισμένο σε κείμενο του Αλέκου Σακελλάριου για την εφημερίδα ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ, 1939)
Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος (FB: Σιταράς Θωμάς)

Το καλάθι της νοικοκυράς

•Η ακρίβεια πιέζει.Ζορίζει. Πρώτα και κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα. Ο πληθωρισμός καλπάζει, οι πρωτες υλες ανεβαίνουν. Πολύ περισσότερο από τα επίσημα νούμερα. Αλλά δεν μου αρέσουν οι γενικότητες και ο αφηρημένος τεχνικός λόγος. Στο μυαλό μου έχω τις εικόνες. Την κ.Μαρία πχ γειτόνισσα στο γραφείο μου, οδος Ιθακης, που ξεκινά για τη λαϊκή και ψάχνει τις ευκαιρίες για να φτάσουν τα ψιλά της. Μόνη, αρκετά μεγάλη, με προβλήματα υγειας, με μαμά ασθενή.

Ανταλάσσουμε καλημερες και ευχές. Έχει προσφερθεί και συγκινήθηκα να με πάει στη λαϊκή να μου μάθει πως να ψωνίζω φτηνά. Καλά να είναι.
•Το καλάθι της νοικοκυράς που εξαγγέλθηκε είναι μια μάχη εμπροσθοφυλακής για την ακρίβεια. Με ατέλειες,με αρκετά γκρίζα σημεία αλλά μια μάχη. Γιατί με αυτά τα προϊόντα ένα σπίτι βγαίνει πέρα. Το θέμα είναι σε ποιο ύψος τιμής θα μπει το προϊόν στο καλάθι. Αλλά είναι ένα μέτρο που δείχνει ότι κάποιοι το παλεύουν, σκέπτονται, προσπαθούν να κάνουν κάτι. Όποιος αντί να προτείνει βελτιώσεις λοιδορεί το μέτρο είναι φανερό πως δεν έχει ιδέα της καθημερινότητας του πολίτη με χαμηλό εισόδημα. Ιδέα.
•Ευτυχώς σε γενικές γραμμές κάπως κρατάμε ακόμα ως κοινωνία. Έχουμε και αυξημένο αισθημα αλληλεγγύης σε θέματα όπως η πείνα και η ακραία ανέχεια. Το λέω σε σχέση με άλλες χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία. Εκεί που τώρα οι ταραχές για την ακρίβεια διογκώνονται. Γιατί όταν μιλάμε για φτώχεια και απόγνωση στο Λονδίνο και το Παρίσι κυριολεκτούμε. Αλλοίμονο σου αν βρεθείς φτωχός σε αυτές τις πόλεις. Έχεις τελειώσει.

Στο Λονδίνο οι νέοι εργαζόμενοι νοικιάζουν σπίτια τέσσερεις μαζί. Χωρίς να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο συγκατοικούν.Αν συνέβαινε αυτό εδώ θα ήταν είδηση. Με το ζόρι το κάνουν κάποιοι φοιτητές.Σε ηλικία που η συγκατοίκηση έχει και πλάκα.

Πάνος Μπιτσαξής

Γουαδαλκιβίρ (Σεβίλη)

Λούζεται η αγάπη μου
στο Γουαδαλκιβίρ,
και τ’ άνθη παίρνουν ευωδιά
απ’ το γλυκό κορμί της

Τρέξε πέτα χελιδόνι
φέρ’ της Βενετιάς βελόνι
να κεντήσει στο μαντίλι
τη χαρά της να μου στείλει

Καλλιτέχνης: Μητσιάς Μανώλης
Άλμπουμ: Αχ έρωτα
Συνθέτης: Λεοντής Χρήστος
Στιχουργός: Παπαδόπουλος Λευτέρης Federico Garcia Lorca
Είδος μουσικής: Ελληνική μπαλάντα
Θεματολογία: Έρωτας
Έτος Κυκλοφορίας: 1974


Λούζεται η αγάπη μου- Μανώλης Μητσιάς

Δοκιμάστε να παρακολουθήσετε αυτό το βίντεο στο www.youtube.com ή ενεργοποιήστε τη JavaScript αν είναι απενεργοποιημένη στο πρόγραμμα περιήγησής σας.