Εις τρελλός (διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη)

 

Το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη «Εις τρελλός» δημοσιεύτηκε στις 15 Μαρτίου 1887 στο περιοδικό «Εστία».

 

Μεταξύ των ολίγων περιέργων θεαμάτων της μικράς επαρχιακής πόλεως εις ην διήλθον την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και εις παράφρων, ούτινος η ανάμνησις έμεινεν βαθέως εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα μου.
Υψηλός μάλλον το ανάστημα, κάτισχνος, την κόμην μακράν και αγρίαν, τους οφθαλμούς έξω των κογχών, το γένειον πυκνόν και άτακτον, το δέρμα κατερρικνωμένον υπό του ήλιου και του ψύχους, τον αυχένα κεκυφώς, περιέφερεν από πρωίας μέχρις εσπέρας ανά τας οδούς το ρακένδυτου σώμα του και την πειναλέαν ύπαρξίν του.
Τον ενθυμούμαι ακόμη διατρέχοντα μεγάλοις βήμασιν εν σοβαρότητι την πόλιν, πλανώμενον εις τα περίχωρα αυτής, εξηπλωμένον ακίνητον ως νεκρόν και θερμαίνοντα την κοιλίαν του εις τας αφορήτου φλογός ακτίνας θερινής μεσημβρίας ή ριγώντα συνεσπειρωμένον παρά την είσοδον αχυρώνος τινος τον χειμώνα.
Καθήμενος έξω των καταστημάτων της αγοράς ή οκλάζων παρά τον ουδόν οικίας, έμενεν επί ώρας βυθισμένος εις σιωπηλήν και άγνωστον μελέτην. Άλλοτε εμονολόγει βαδίζων ως να συνδιελέγετο μετ’ αοράτων ομιλητών και τινασσόμενος υπ’ αιφνίδιων ορμών αναιτίου θυμού εγροθοκόπει βαρέως τον αέρα, ως επιτεθέμενος κατ’ αφανών εχθρών.
Άλλοτε ήδεν ακαταλήπτου στιχουργίας άσματα, κατελαμβάνετο υπ’ εκρήξεων αλλοκότου ευθυμίας, έβαλλε δια μιας, ενώ εφαίνετο χαίρων, σπαρακτικωτάτους λυγμούς ή ετρέπετο, ενώ περιεπάτει γαλήνιος, εις δρομαίαν και ακατάσχετον φυγήν.
Αβλαβής άλλως κατά πάντα, ήρεμος ως αρνίον, συμπαθής μάλιστα, μ’ όλην της μορφής του την έκφρασιν και του βλέμματός του την ανήσυχον και αόριστον λάμψιν. Αλλ’ ίσα ίσα διότι ήτο αβλαβής υφίστατο τα πάνδεινα. Τα παιδία των σχολείων παρηκολούθουν αλαλάζοντα κατόπιν του, έσυρον εκ των όπισθεν τα εσχισμένα του φορέματα ή τον ελιθοβόλουν κατά βούλησιν. Οι χαριτωμένοι νεανίαι του γυμνασίου εδοκίμαζον την δύναμιν των βραχιόνων των επί της ράχεώς του. Τον εκύλιον εις την λάσην όταν έβρεχε και εις τον κονιορτόν όταν δεν έβρεχε· τον ηνάγκαζον να ασχημονή παντοιοτρόπως έμπροσθέν των. Του έδιδον και εκάπνιζε τσιγάρα εις τα όποια περιείχετο πυρίτις, όπως γελώσιν έπειτα βλέποντες αναφλεγομένας τας τρίχας του πώγωνός του. Ειδικαί συμμορίαι κατηρτίζοντο προς ανεύρεσίν του, τον συνελάμβανον, τον έδενον και τον έφερον όπου υπήρχε σύναξις κόσμου και ανελάμβανον τα καθήκοντα των εκτελεστών των προαποφασισθέντων προς τέρψιν των περιισταμένων και αναπλήρωσιν άλλης δημοσίας διασκεδάσεως.
Αν έλειπεν αυτός, θα ήτο αδύνατον να διέρχωνται ευαρέσκως τας μικράς αέργους ώρας των οι κάτοικοι. Μόνον αι γυναίκες περιέθαλπον αυτόν κατά τι, οσάκις εζήτει άσυλον εις τας αυλάς των οικιών, ενώ απέπεμπον συνήθως μετ’ οργής τούς δύο άλλους πλανοδίους της πόλεως, ένα ειδεχθή κωφάλαλον και μιαν ανάπηρον επαίτιδα.
Μ’ όλα όμως ταύτα δεν εφαίνετο υποφέρων. Έπί έτη έζη ούτω καί διέτριβεν έν τη πόλει. Ουδέποτε δε του επήλθεν η ιδέα να απομακρυνθή της περιοχής της. Είχε γίνη απαραίτητος, και αυτός εις εκείνη και εκείνη εις αυτόν. Γεγονός εθεωρείτο αν παρήρχετο ημέρα τις ολόκληρος χωρίς να φανή που.
Όλοι εγνώριζον και αυτόν καί την ιστορίαν του.
Έμπορος πρότερον, ιδιοκτήτης καταστήματος, εκ των πλέον μάλιστα νοημόνων και ευπορούντων. Αλλεπάλληλοι όμως ατυχίαι, εις τας οποίας προσετέθη ταυτοχρόνως και η ανακάλυψις της απιστίας της συζύγου του, διέσεισαν τον νουν του και συνεπήραν τας φρένας του. Έκτοτε, εν διαρκεί αφαιρέσει διατελών, εβίου απαθής προς πάσαν έξωθεν αίσθησιν και επήρειαν, ως να εταξείδευε μακράν, εις σφαίρας άλλας, και μόνον τυχαίως να επανήρχετο δι’ ολίγον κάποτε, υπνοβατών, εν τη ζωή. Εν τούτοις μίαν ημέραν ουδαμού εφάνη, και την επιούσαν ομοίως και επίσης την μεθεπομένη. Δια μιας εχάθη από της πόλεως. Είχεν αποφασίση άραγε επί τέλους να μεταναστεύση; Ήτο κεκρυμμένος; Του είχε συμβή άλλο τι;
Ποικίλαι εκυκλοφόρησαν διαδόσεις. Άλλ’ η πιθανωτέρα πασών υπήρξεν η κομισθείσα υπό χωρικών, ότι ώφθη κάτωθεν ενός των πέριξ βουνών, εντός βαθέος κρημνού, καταπεσών από δυσθεωρήτου ύψους, με την κεφαλήν διερρωγυίαν και εσκορπισμένον επί των γύρω πετρών τον εγκέφαλον – όστις από τόσου χρόνου δεν του εχρησίμευε πλέον…

Μιχαήλ Μητσάκης

Έλληνας δημοσιογράφος και συγγραφέας, καθώς και ένας εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.

Έλαβε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Σπάρτη, απ´όπου έλκυε την καταγωγή του. Ως μαθητής εξέδωσε την χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα “Ταΰγετος“.Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως εγκατέλειψε μετά από δύο χρόνια για να αφοσιωθεί στην δημοσιογραφία.