Η αγγελία

Posted by il Notaro

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Κάποτε ήρθε στην εφημερίδα μια αρκετά παράξενη αγγελία, τέσσερις σειρές όλες κι όλες.

«Ζητείται ικανός βιογράφος να γράψει την ζωή μου. Απαραίτητη προϋπόθεση, να διαθέτει φαντασία, χρόνο και έμφυτη ικανότητα στα ψέματα. Πληροφορίες…»

Όταν είδε ο υπάλληλος στα γραφεία της εφημερίδας το παράξενο κείμενο, γέλασε δυνατά και κοίταξε τριγύρω, μη τον έβλεπε κανείς, θα τον περνούσαν σίγουρα για τρελό ή κάπως μεθυσμένο ενώ εκείνος είχε κόψει το ποτό εφτά χρόνια πριν∙ κι αυτό γιατί του είχε απαγορεύσει το σεβαστό δικαστήριο να βλέπει, έστω και τα Σαββατοκύριακα, την κόρη του, κι έτσι δεν πρέπει να γνώριζαν, τότε, τι θυσίες είναι ικανός να κάνει ένας πατέρας για το βλαστάρι του και δεν το ξανάβαλε στο στόμα του. Εδώ και δυόμισι χρόνια, ευτυχώς, την έβλεπε πιο συχνά.

Σκούπισε στο πουκάμισο τα γυαλιά του∙ γεμίζανε δαχτυλιές κάθε τόσο κι όλο νόμιζε πως έβλεπε ορθογραφικά λάθη στο χαρτί και διόρθωνε γραπτά που δεν είχαν κανένα λάθος. Έτσι και εκείνη την στιγμή, τα σκούπισε μηχανικά και άρχισε να την ξαναδιαβάζει. Μπα! το ίδιο έλεγε. Ποιος παλαβός, σκέφτηκε, στέλνει κάτι τέτοιο να δημοσιευτεί; Και καλά, συνέχισε, άντε να βρεθεί ένας άλλος παλαβός να του γράψει την ιστορία του, ποιος θα βρεθεί να καταπιεί τόσα ψέματα; Χαμογέλασε, και την άφησε πιο πέρα στο γραφείο, ούτε καν στα υπ’ όψιν, ενώ βάλθηκε να οργανώσει τις άλλες, τις πλέον σοβαρές που είχαν φτάσει στα χέρια του.

Οι ώρες περνούσανε βασανιστικά αργά. Κάποια στιγμή σήκωσε με κούραση το βλέμμα του από τον υπολογιστή. Χρειάστηκε κάμποσα λεπτά ωσότου να ξεδιαλύνει μέσα του πόσο είχε περάσει από την προηγούμενη στιγμή που έκανε το ίδιο. Και η αλήθεια είναι πως μόλις σήκωσε τα μάτια, ψαχούλεψε επάνω στο γραφείο του, για εκείνη την αλλόκοτη αγγελία. Πρέπει να ήταν αυτή που δεν τον άφηνε διόλου να συγκεντρωθεί.

Ανάμεσα σε διάφορες αγγελίες που κάθε τόσο κατέκλυζαν το μικρό του γραφείο, οι περισσότερες αληθινά αδιάφορες, ήταν η μοναδική που δημιούργησε έξαψη κάτω απ’ τα μονίμως βρώμικα γυαλιά του.

Ανασκάλεψε τριγύρω στα χαρτιά. Έψαξε όλο το γραφείο του σχεδόν, για να την ξαναπιάσει στα χέρια του κι έτσι, την βρήκε κάτω από διάφορες άλλες που ζητούσανε υπαλλήλους προς εργασιακή αποκατάσταση. Παράξενο, πραγματικά παράξενο, που την βρήκε σ’ εκείνο το σημείο, λες και εκεί ήταν η θέση της. Την κοίταξε κάμποσα λεπτά σταθερά, κρατώντας την και με τα δύο χέρια. Δίπλα του ήταν το τηλέφωνο, μια μαύρη συσκευή παλιάς τεχνολογίας με το καντράν που γύριζε αργά τα νούμερα και έπρεπε να περιμένεις δευτερόλεπτα για να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση, τόσα δευτερόλεπτα όσα χρειάζονταν για να καταλάβεις το λάθος σου και να κλείσεις την γραμμή προτού προλάβει ο άλλος να το σηκώσει από την απέναντι πλευρά.

Τώρα βέβαια, θα αναρωτηθούμε όλοι μας, τι δουλειά έχει ένα παλιό τηλέφωνο σε μια εφημερίδα, και μάλιστα, σε τέτοια σύγχρονη εποχή. Να σας πω πως και εγώ αλήθεια δεν γνωρίζω, παραξενιές του υπαλλήλου θα αρκεστώ να πω και θα κλείσω  την παρένθεση.

Με το ένα του χέρι ιδρωμένο, κράτησε το χαρτί και με το άλλο, βάλθηκε να σχηματίζει αριθμούς. Δύο, ένα μηδέν… Και μέχρι να τελειώσει σχεδόν τα δέκα νούμερα ήταν αρκετές οι φορές που είπε να το κλείσει, αν και μέσα του νίκησε την περιέργεια. Χτυπούσε, απίστευτο, αληθινά χτυπούσε στην άλλη γραμμή του παράξενου εντολέα και εκείνος περίμενε με ένταση επάνω στο ακουστικό.

Παρακαλώ;» ακούστηκε από την άλλη μεριά του τηλεφώνου. Μια φωνή βαριά γέροντα. Ήταν παράξενο βέβαια, αλλά, άντρας ήταν σίγουρος ότι θα το σηκώσει. Δεν ήταν αγγελία που θα την έστελνε γυναίκα, καθώς κείνες που ήταν πάντοτε πολύ ικανές στα ψέματα και στις δυνατές ιστορίες,  δεν ήταν αναγκαίο να αναζητήσουν βοήθεια από κανέναν άλλο.

—Καλημέρα σας, απάντησε προσπαθώντας να έχει εξασφαλίσει το πιο σταθερό κι επαγγελματικό του ηχόχρωμα. Σας καλώ για την αγγελία που ζητήσατε να δημοσιευτεί την εφημερίδα, ήθελα να ρωτήσω…

—Ενδιαφέρεστε; τον διέκοψε κάπως σκληρά αυτός που αναζητούσε.

—Όχι, απλά θέλησα να διευκρινίσω… συνέχισε ο υπάλληλος της εφημερίδας διαλέγοντας προσεκτικά τα επόμενα λόγια του, έτσι ώστε να εξηγήσει γρήγορα στη γραμμή για ποιο λόγο δεν μπορούσε να του δημοσιεύσει τούτη την αγγελία. Όμως εκείνη τη στιγμή άκουσε ένα κουρασμένο στεναγμό από το ακουστικό, λες και ο άλλος παραιτήθηκε προτού προλάβει να του πει ότι ήθελε να ρωτήσει.

—Τότε, παρακαλώ, μην σπαταλάτε άλλο τον χρόνο μου! και ξαφνικά, το επόμενο που άκουσε από την άλλη πλευρά της γραμμής ήταν αυτό το ενοχλητικό τουτ-τουτ που κάνει όταν σου κλείνει κάποιος το τηλέφωνο. Εδώ να πω, βέβαια, πως ο ήχος του κλεισίματος ενός τηλεφώνου, έστω και αναλογικού στις μέρες μας βοηθά για την όποια εξέλιξη της ιστορίας, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα η οποία οφείλει να υπάρχει ακόμη και αν βρισκόμαστε στην ψηφιακή εποχή. Αυτό θέλησα να τονιστεί και συνεχίζω.

Ξανακάλεσε σχεδόν αμέσως. «Σας παρακαλώ, μην κλείσετε» είπε με μιαν ανάσα, από φόβο μήπως και του ξανακλείσει το τηλέφωνο.

—Μα τι θέλετε επιτέλους; Ενδιαφέρεστε ναι, ή όχι; απάντησε με έναν τόνο πιο αψύ ο γέρος στο τηλέφωνο.

Τότε, ούτε και ο ίδιος κατάλαβε ποτέ, ξεστόμισε κάτι άλλο από αυτό που είχε σκοπό να πει. Και χωρίς, αλήθεια, να το υποψιαστεί έκλεισαν ραντεβού στο σπίτι του ηλικιωμένου εκείνο το Σάββατο που εκείνος είχε το καθιερωμένο βδομαδιάτικο ρεπό απ’ την εφημερίδα.

*

Εκείνο το πρωί ξύπνησε πιο νωρίς από το συνηθισμένο. Έκλεισε πρώτος το ξυπνητήρι προτού αυτό να τον ενοχλήσει. 10 και τέταρτο είχαν ραντεβού σε ένα προάστιο που ήταν η μονοκατοικία του ηλικιωμένου εντολέα. Ντύθηκε με τα καθημερινά του ρούχα, περιποιημένα, καθώς μετά θα πήγαινε να πάρει την κόρη του από το σπίτι της πρώην γυναίκας του για μια πορτοκαλάδα, εκεί κοντά. Όση ώρα δηλαδή εκείνη του επέτρεπε, μετά από την απόφαση του δικαστηρίου. Γι’ αυτό και ο χρόνος του, αποφάσισε από πριν πως ήταν αρκετά περιορισμένος. Αυτό και θα του έλεγε.

Έφτασε στο σπίτι μέσα στο επόμενο μισάωρο. Μια γυναίκα κάποιας ηλικίας του άνοιξε την πόρτα και τον έμπασε στο χολ. Τον έβαλε να περιμένει λέγοντας πως ο κύριος θα κατέβαινε σε λίγο, κι έτσι, είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του να εγκλιματιστεί λιγάκι με τον χώρο. Ό νεοπλουτισμός ήταν διάχυτος στο δωμάτιο, το οποίο κραύγαζε την έλλειψη στοιχειώδους γούστου και καλαισθησίας. Βαλσαμωμένα ζώα αραδιασμένα εδώ και κει κι εκείνος ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν αριστοκρατικά όλα εδώ μέσα καθώς παντρεύονταν παράξενα το κλασσικό, το γοτθικό και το μοντέρνο με άσχημο αλήθεια τρόπο. Έσφιξε τον χαρτοφύλακα του επάνω στα πόδια του ώσπου άσπρισαν οι κλειδώσεις των δακτύλων.

*

Εκείνος κατέβαινε αργά τη σκάλα και τον παρατηρούσε με μισόκλειστα μάτια. Είχε κάποιο ενδιαφέρον αυτός ο άνθρωπος που απάντησε τόσο γρήγορα στην αγγελία του. Σχεδόν δεν είχε προλάβει να την στείλει μέσω του νομικού του αντιπροσώπου. Έχοντας απαντήσει άμεσα και με την επιμονή του ήταν φυσικό κι επόμενο λοιπόν να του κλείσει ένα ραντεβού για να μάθει περισσότερα για το ποιόν του. «Κανένας επίδοξος συγγραφέας θα είναι, σκέφτηκε, που θεωρεί ότι μπορεί η ιστορία μου να τον κάνει διάσημο». «Homme pauvre! Τι κρίμα να ξεκινάς την καριέρα σου έτσι.»

Κάθισαν αντικριστά. Ο υπάλληλος της εφημερίδας ξεκίνησε πρώτος την κουβέντα ρωτώντας για τον άνθρωπο που είχε απέναντί του. Σαφώς και θα του τόνισε πως ο χρόνος του είναι περιορισμένος, αλλά δεν θα του είπε ποτέ και το γιατί.

Αντιθέτως ο ηλικιωμένος κύριος με το σακάκι από καπιτονέ ύφασμα κόκκινο σαν την αυλαία του εθνικού θεάτρου δεν έκανε καμία κίνηση να συμμετάσχει στην κουβέντα με τους όρους του υπαλλήλου. Μόνο, κάποια στιγμή που έχοντας ο συνδαιτυμόνας του χαλαρώσει τον ρώτησε ξαφνικά…

—Σας αρέσει το ρεβόλβερ μου; δείχνοντάς του επάνω στο τραπεζάκι του καφέ την κόκκινή θήκη με το πιστόλι μέσα της τοποθετημένο.

—Πώς, πώς, έκανε εκείνος αν και δεν καταλάβαινε και πολύ από όπλα. Περισσότερο το είπε από ευγένεια για να μην εξοργίσει το ήρεμο παρουσιαστικό του ηλικιωμένου. Μετά τον ρώτησε αν το είχε αποκτήσει στον πόλεμο, αν ήταν στρατιωτικός.

Ξαφνικά ο γέρος γέλασε. Γέλασε τόσο δυνατά που ακούστηκε σε ολόκληρο το σπίτι. Ίσως να ήταν το γέλιο του, ίσως να ήταν και τα ξύλα στις κάσες από τις πόρτες που γέλασαν κι εκείνες κατ’ εντολή του.

«Όχι, αγαπητό μου παιδί, απάντησε, το αγόρασα πριν από μια εβδομάδα από έναν αντικέρ στο κέντρο της πόλης. Ήταν στα άσχημά του χάλια. Αλλά, το πήρα, το καθάρισα, το λάδωσα και voilà πήρε την θέση που του αρμόζει, δεν νομίζετε;

Ο νέος ανακάθισε νευρικά στη θέση του. Έπρεπε να σταματήσουν, σκέφτηκε, οι αβρότητες και να μιλήσουν σοβαρά γι’ αυτό που είχε έρθει. Ο χρόνος άλλωστε ήταν αρκετά περιορισμένος.

—Τι θέλετε, κύριε, από μένα;

—Μα είναι απλό. Ανάμεσα σε άλλα γράψεις την ιστορία του ρεβόλβερ μου.

—Τι; Δηλαδή σπατάλησα τον χρόνο μου για μια ανοησία! Για έναν τρελό γέρο που νομίζει πως έχω χρόνο για τέτοια εξωφρενικά πράγματα.

—Μα ζήτησα, νομίζω, στην αγγελία πως θέλω ο βιογράφος μου να έχει μπόλικο χρόνο στην διάθεσή του, αν δεν κάνω λάθος. Άλλωστε δεν με ενδιαφέρει και τόσο η ιστορία του ρεβόλβερ.

Ο υπάλληλος στεκόταν σα χαμένος. Έκανε να πιάσει τη χειρολαβή της πόρτας αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον έκανε να σταθεί και να ρωτήσει.

—Δηλαδή, κύριε, τι θέλετε; ξεχνώντας πως ήταν υπάλληλος εφημερίδας, εντεταλμένος να καθαρογράφει τα ορθογραφικά μας λάθη, πως είχε έρθει, περισσότερο από περιέργεια και όχι από αληθινό ενδιαφέρον για μια άλλη, οποιαδήποτε άλλη αγγελία ή οποία, για ένα λεπτό περισσότερο, θα του είχε εξάψει το ενδιαφέρον.

—Μα επιμένω, νομίζω πως στην αγγελία μου, αναφέρω χωρίς περιστροφές και με πλήρη ειλικρίνεια τι ακριβώς είναι αυτό που ζητώ από σας. Τώρα, το τι προσφέρω, θα κοστολογηθεί αναλόγως του συγγραφικού σας ταλέντου.

—Και πώς γνωρίζετε πως θα δεχτώ;

—Μα αγαπητέ μου έχετε δεχτεί από την ώρα που ρίξατε το βλέμμα σας επάνω στο ρεβόλβερ.

*

Ο παλιόγερος είχε δίκιο, όσο κι αν αυτός δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Μετά από εκείνη τη μυστηριώδη πρώτη επαφή όλα τράβηξαν τον δρόμο τους. Ο υπάλληλος άρχισε συστηματικά να καθυστερεί στην εφημερίδα. Ευτυχώς που οι προθεσμίες του ποτέ δεν έπεσαν έξω. Παράλληλα με το παράξενο βιβλίο που ξεκινούσε, έκανε και την κανονική του δουλειά από το σπίτι. Την κόρη του την έβλεπε όλο και λιγότερο, ήταν όμως τακτικός στην διατροφή και γι’ αυτό, η πρώην σύζυγός του όσο πλήρωνε δεν έφερε μεγάλες αντιρρήσεις. Και γι’ αυτό έπρεπε να ευχαριστεί τη διαστροφή του γέρου που πλήρωνε όσο έβλεπε πως η βιογραφία του προχωρούσε κανονικά.

Κάθε εβδομάδα είχαν ραντεβού. Δυο και τρεις φορές μέσα στην εβδομάδα, όταν του έλεγε ιστορίες τόσο κοινότοπες που τον έκαναν να κρύβει τα χασμουρητά πίσω από την κλεισμένη του παλάμη. Ύστερα, τις υπόλοιπες ημέρες τον άφηνε να γράψει τη δική του εκδοχή. Βάλε κι άλλα ψέματα, του έλεγε συνέχεια. Κάποιες φορές ήταν τόσο ευχαριστημένος, που η επόμενη δόση από τα κεφάλαια δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητη. Άλλες φορές, όταν δεν συμφωνούσε με αυτά που διάβαζε έσκιζε τις σελίδες μπροστά του και του φώναζε να τις ξαναγράψει. Αυτές ήταν για τον υπάλληλο της εφημερίδας από τις πιο δύσκολες μέρες της ζωής του.

Την ημέρα που του παρέδωσε πλήρες το χειρόγραφο, ελεύθερος πια να ασχοληθεί με την δουλειά και το παιδί του, τον βρήκε στο σπίτι του, ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Το δωμάτιο είχε την αποπνικτική μυρωδιά ιωδίου και φαρμάκων. Το άφησε απαλά πάνω στο κομοδίνο και γύρισε να τον κοιτάξει. Τα μάτια του γέρου δεν πρέπει να έβλεπαν τόσο καλά όπως άλλοτε, αλλιώς θα είχε από την πρώτη στιγμή παρατηρήσει την φευγαλέα ματιά που έριξε σε ένα στρογγυλό ρολόι τσέπης που καθόταν επάνω στο κομοδίνο έχοντας κερδίσει, έλεγες, επάξια αυτή τη θέση. Ο γέρος τότε, μετά από μερικά λεπτά γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε.

—Θα σου έλεγα την ιστορία αυτού του ρολογιού αλλά θα έλεγες, ξανά, πως είναι πολύ συνηθισμένη. Ίσως και να είναι…

Ξαφνικά τον διέκοψε ένας βήχας ξαφνικός και συνεχής που για λίγα λεπτά δεν του επέτρεπε να συνεχίσει.

—Γράψε μου και την ιστορία αυτού του ρολογιού. Να την διαβάσω κάποτε.

Την επόμενη μέρα ο γέρος πέθανε. Τον βρήκαν, όπως διάβασε στις εφημερίδες, με το χειρόγραφο στην αγκαλιά. Από αυτές, άλλωστε, έμαθε και την αλήθεια. Δεν θα σας πω εδώ την αληθινή ιστορία του, άλλωστε επιμελώς την έκρυψε κι εκείνος απ’ όλους. Μόνο θα πω αυτό. Όταν αργότερα ανοίχτηκε η διαθήκη του, ο γέρος έμαθα, από την μάνα μου, ότι του είχε αφήσει το ρολόι.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ