Στα Βυζαντινά χρόνια ήταν σύνηθες θέαμα η διαπόμπευση. Οι Βυζαντινοί πολίτες αρέσκονταν να πηγαίνουν στις πλατείες και στους δρόμους, για να παρακολουθήσουν μια διαπόμπευση. Οι τιμωρούμενοι ήταν κλέφτες, ριψάσπιδες, μέθυσοι, αντάρτες, αλλά και εξέχοντα πρόσωπα! Η πρώτη ενέργεια εναντίον του διαπομπευόμενου ήταν να τον κουρέψουν! (κάτι σαν “τέντι-μπόι”, δηλαδή). Εθεωρείτο δε μεγάλη προσβολή να κουρέψεις κάποιον, ακριβώς όπως στα χρόνια της Επανάστασης (1821) ήταν προσβολή να πεις σε κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι! Φράσεις όπως “άστον να κουρεύεται” και “άντε να κουρεύεσαι”, αφορούσαν σε άτομα τόσο “σκάρτα”, ώστε να τους αξίζει η διαπόμπευση. Το ρήμα “κουρεύω” στους Βυζαντινούς απαντάται και ως ‘κουράζω”. Συνηθισμένη η φράση: “τον τάδε εκούρασαν μοναχόν”. Επειδή λοιπόν, για τον καταδικαζόμενο στη διαπόμπευση και “κουράν”, το γεγονός δημιουργούσε ένα ψυχικό και σωματικό κάματο, γιατί πολλές φορές τον έδερναν κιόλας, μας έμεινε το “κουράζω” ως συνώνυμο του “καταπονώ”.