Απόσπασμα συνέντευξης του Κώστα Χατζή στην lifo στην Αργυρώ Μποζώνη
• ……..Τότε, όταν τελείωνες το δημοτικό, έδινες εξετάσεις για το γυμνάσιο, ήταν οκτώ τάξεις. Εγώ έδωσα και πέρασα, αλλά ήταν αδύνατον να πραγματοποιήσω το όνειρό μου γιατί ήμασταν πολύ φτωχοί. Ούτε σήμερα θέλω να το αποκαλύψω, δεν θα πω. Και αφού το όνειρό μου είχε βουλιάξει, έδωσα εξετάσεις να πάω σε μια τεχνική σχολή να γίνω μηχανικός, στον Ήφαιστο στην Αθήνα.
• Όταν ήρθα στην Αθήνα, είχαμε νοικιάσει ένα δωματιάκι με την αδελφή μου, εκείνη πήγαινε στην τρίτη γυμνασίου. Δούλευα σε ένα μηχανουργείο και μετά βρήκα ότι ήταν καλή δουλειά στα σκουπίδια, στον Άγιο Ιερόθεο, εκεί ήταν γεμάτο ντενεκέδες που τους πρεσάραμε και γινόντουσαν μπάλες για το χυτήριο.
• Εκεί που νοικιάζαμε, σπιτονοικοκυρά ήταν μια γυναίκα που δούλευε σε σπίτια και είπε ότι ήθελαν σε ένα σπίτι υπηρέτη άντρα, όχι γυναίκα. Έτσι πήγα στα δεκατέσσερα να δουλέψω στο σπίτι ενός αρεοπαγίτη, του Δούνια, στην πλατεία Κάνιγγος, και έμαθα να κάνω παρκέ, να φτιάχνω καφέ, να σιδερώνω, μάζευα το νερό σε κιούπια. Σε αυτό το σπίτι πρώτη φορά έφαγα σουτζουκάκια με πουρέ, τον κάνανε σε ένα μεγάλο ξύλινο γουδί, με γάλα. Δοκίμασα και μου άρεσε τόσο πολύ, αλλά δεν ήθελα να το φάω, ήθελα να μπορούσα να το πάω στη μάνα μου και στον πατέρα μου, είναι ζωντανή αυτή η ανάμνηση και συγκινούμαι που το συζητάμε.
• Μου είχαν δώσει ένα δωμάτιο σε μια σοφίτα μια σταλιά, ίσα που χώραγε το κρεβάτι. Όμως γύρω-γύρω ήταν βιβλία. Και τι δεν διάβασα εκεί, γιατί τα βιβλία είχανε πολλά λεφτά τότε. Εκεί μέσα διάβασα μέχρι την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, και άλλα που ήταν απαγορευμένα, και Μαρξ και Ένγκελς. Όταν διαβάζεις αυτά, βλέπεις ότι δεν υπάρχει σύστημα που να μην είναι προδομένο από γεννησιμιού του. Αγάπησα πολύ το διάβασμα και μου έσωσε με έναν τρόπο τη ζωή, αλλά έπαψε και να με ενδιαφέρει οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, οποιοδήποτε θρησκευτικό σύστημα. Το προσπέκτους της δικής μου ζωής είναι η Αγία Γραφή, εκεί που δεν υπάρχει πίεση και καταδυνάστευση, και διαβάζοντάς τη μπορώ να ζω και να αντέχω τις δοκιμασίες.
• Με ενοχλεί όταν ακούω «είμαι χριστιανός» και δεν έχουν διαβάσει την Αγία Γραφή, «είμαι δημοκράτης» χωρίς να έχουν διαβάσει τι είναι η δημοκρατία. Αν στην υδρόγειο υπάρχουν δυο-τρεις λαοί που ξεχωρίζουν, ο ένας είναι ο Έλληνας. Αλλά δεν έχουμε παιδεία. Υπάρχουν Έλληνες που μεγαλούργησαν, που δεν τους ξέρουμε σήμερα, κανένας δεν ασχολείται. Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, ο Μητρόπουλος, η μεγάλη Κάλλας, πού είναι αυτοί; Ποιος τους ξέρει σήμερα, με εξαίρεση ίσως την Κάλλας; Κανένας δεν ασχολείται να μάθουν και οι επόμενοι.
• Διάβασα πολύ, όχι για να λέω ότι έχω γνώσεις, αλλά για να δικαιολογήσω αυτό που ήθελα να γράψω. Εμένα με μάγεψαν ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, ο Παπαδιαμάντης, ο Σουρής, ο Σούτσος, ο Γρυπάρης, οι ποιητές όλοι και αυτά τα «έκλεψα» στη στιχουργική μου. Κακοφαίνεται στη γυναίκα μου και στον μαέστρο να το λέω έτσι, αλλά δεν είμαι αυτόφωτος, είμαι ετερόφωτος, έχω μια ανθολογία του Αποστολίδη και από εκεί σημειώνω και μελετώ. Μα θα σας πω ότι από όσα διάβασα, κανένας δεν έφτασε τον Μακρυγιάννη, που ήξερε δυο γράμματα, το συντακτικό του όμως κανένας δεν το έφτασε.
• Ο Καβάφης δεν μου άρεσε γιατί έγραφε ποιήματα για το πάθος του. Αισθανόμουν άσχημα, όμως μια φορά, στη Θεμιστοκλέους νομίζω, πούλαγαν βιβλία και καινούργια και μεταχειρισμένα στα σεντόνια, στον δρόμο. Ήταν φτηνά και μπορούσα να τα πάρω και τότε αγόρασα τους ψαλμούς του Δαβίδ στη δημοτική κάποιου Λάβδα –τότε, εγώ, αφού ήμουνα αριστερός, μιλούσα τη δημοτική– και ένα δοκίμιο για τον Καβάφη. Το διάβασα, διάβασα και τους «Βαρβάρους» και τον αγάπησα και κατάλαβα ότι είναι μεγάλος ποιητής και όχι εξαιτίας του πάθους του. Όπως μεγάλος ποιητής νομίζω είναι ο Μιχάλης Κατσαρός, που υπήρξα τυχερός και τον γνώρισα.
• Πριν αρχίσω να ασχολούμαι με τη μουσική, ήθελα δουλειά. Πήγα μέσω ενός γνωστού μας στο Εθνικό Ίδρυμα που ήταν κάτω από την εποπτεία της Φρειδερίκης, στη Φιλελλήνων, και με έστειλαν σε ένα καράβι, τον «Μαχητή», που ήταν για τα φτωχά παιδιά που σπούδαζαν ασυρματιστές, αρμενιστές, ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί. Εγώ πήγα για αρμενιστής, έβγαλα και δίπλωμα και φυλλάδιο. Πριν μπαρκάρω πήγα στη Λιβαδειά, αλλά εκεί με περίμενε μια μεγάλη περιπέτεια. Ένα βράδυ σε ένα σπίτι τραγούδησα στην κιθάρα αντάρτικα και την άλλη μέρα το πρωί με έπιασαν. Πάει και το φυλλάδιο και όλα. Κλείσαν όλες οι πόρτες για πάντα, μιλάμε για το 1955. Αφού είχα μάθει λίγη κιθάρα, δεν είχα πού να πάω, και λέει η μάνα μου «πήγαινε με τον πατέρα σου και τον παππού σου». Δούλεψα με μεγάλους καλλιτέχνες σε γάμους, πανηγύρια, αυτό με σκότωνε, έκλαιγα, γιατί είχα διαβάσει δυο πραγματάκια, δεν μπορούσα τον μηχανισμό, το πατριωτικό τραγούδι, τον αμανέ, το τσάμικο. …….
*Ο Κώστας Χατζής είναι Έλληνας τραγουδοποιός, με Ρομική καταγωγή.