Posted by il Notaro
*
της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ
Με τους ψυχικά απόκληρους τα πράγματα παίρνουν αναπάντεχες τροπές καμιά φορά. Για να νιώσει κανείς έναν τέτοιο, θα πρέπει να έρθει πολύ κοντά του και να αφουγκραστεί εκείνη τη ρωγμή ή μάλλον όχι τόσο τη ρωγμή, όσο τη στιγμή που αυτή η ρωγμή κατάφερε να σπάσει τον φλοιό του εγκεφάλου του και να χύσει τους νευρικούς νευρώνες του έξω.
Σ’ ένα απομονωμένο χωριό της Δυτικής Ελλάδος στα είκοσι μου χρόνια, ένα καλοκαίρι οπωσδήποτε θανατερό για την πρωτεύουσα, βρέθηκα να απολαμβάνω την ησυχία που μου παρείχε τούτο το απόμερο μέρος. Βλέπετε η ζωή, λειτουργώντας με μυστήριους τρόπους καμιά φορά, δημιουργεί μια περίεργη φούσκα, για λίγο μόνο καιρό, όσο να δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες για την μετέπειτα πορεία του καθενός.
Σ’ εκείνο το χωριό λοιπόν, που ουδέποτε είχα ψάξει να το βρω μέσα στα σχολικά βιβλία της Γεωγραφίας έμαθα μια ιστορία που λίγο πολύ θα σας τη διηγηθώ όπως πάνω κάτω μου την είπε εκείνος. Δεν σκοπεύω να χρησιμοποιήσω λογοτεχνικές πινελιές για να την χρωματίσω ή να την ωραιοποιήσω, διότι φαντάζομαι, χωρίς να το ξέρω με βεβαιότητα, πως ούτε και σ’ εκείνον θα άρεσε να πειράξω το παραμικρό.
Στο χωριό ο Θωμάς είχε έρθει στα 1939. Στη δύσκολη ζωή του αγρότη, που την έμαθε απ’ τον πατέρα του, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι δεν είχε και κάτι συνταραχτικό να περιμένει. Ξυπνούσε πάντοτε στις 5 το πρωί και ζαλωνόταν στη πλάτη το τσαπί ν’ ανέβει στο ρουμάνι. Ήτανε είκοσι χρονώ. Τα ρούχα του γεμάτα κοπριές και χώματα. Υπήρξε όμως, λέγανε, καλό παιδί. Με το τραγούδι έφευγε και με αυτό γυρνούσε πολύ αργά κάθε βράδυ. Κι η μάνα του, η κυρά Μαργάρω ήταν περήφανη που την είχε αξιώσει ο θεός με τέτοιο γιο.
Ξημέρωνε άσχημος καιρός εκείνα τα πρωινά. Το έβλεπες στον ουρανό που είχε ώς και το χρώμα αλλάξει. Όμως ο Θωμάς είχε πάντα ένα τραγούδι στα χείλη, ένα τραγούδι που μίλαγε για μια κατσαρομάλλα λυγερή που τη λέγανε Μαρία. Θα σας το τραγουδούσα αν ήξερα πως τρέχανε τα λόγια, μου το τραγούδησε μία φορά σε μια αναλαμπή του, μα ήταν τόσο σύντομη που μόλις που θυμάμαι κάτι σαν τ’ άναρθρα επιφωνήματα ενός πληγωμένου ζώου.
Η Μαρία, αυτή για την οποία μιλούσε το τραγούδι του Θωμά, ήταν ένα κορίτσι στα δεκαοχτώ που δεν το είχε ακόμη ψήσει πολύ ο ήλιος. Είχε όμως όλη τη φλόγα της νιότης της, τόσο ψηλά υψωμένη, τόσο περήφανη που ούτε ο Θωμάς δεν μπόρεσε να μη την αγαπήσει. Ήταν αταίριαστα παιδιά, εκείνη με μαύρα κατσαρά μαλλιά, όπως και στο τραγούδι, λευκή και με πιγούνι που φανέρωνε τον χαρακτήρα της. Εκείνος πάλι, ένα παιδί ψηλό, ηλιοκαμένο με κόκκινα παράξενα μαλλιά, που ξάνθιζαν στις άκρες όταν ξεχνιότανε να κουρευτεί.
Κι ενέδωσαν στην τρέλα της αγάπης. Τότε μόνο, τον καιρό που προηγήθηκε της τρέλας, ήτανε ο Θωμάς ο εαυτός του και ψυχικώς καλά. Τότε μόνο, τον καιρό που προηγήθηκε της ηρεμίας, ήταν η Μαρία δροσερή σαν εκείνο το τραγούδι.
Πολύ γρήγορα έφτασε και στο χωριό τους ο πόλεμος. Οι άντρες φύγανε για τα βουνά. Μα ο Θωμάς δεν ήθελε να πάει. Ανησυχούσε για τη μάνα του, για τη Μαρία και τη γη. Ήτανε, βλέπετε, βαθιά δεμένος και με τα τρία σημεία της ασήμαντης ζωής του. Η Μαρία πάλι ανένδοτη. Έφτυνε εμπρός τους στα φανερά όπου απαντούσε στο δρόμο της εχθρούς. Στην αρχή εκείνοι γελούσαν και θαύμαζαν το θράσος στης κοπέλας. Εκείνη, ο πατέρας της μάλλον, έκρυβε στο καφενείο της οικογένειας αντάρτες και αγωνιστές. Μα οι άλλοι το έμαθαν.
Όταν άκουσε τους πυροβολισμούς ο Θωμάς δεν πίστεψε πως ήτανε και τόσο πολύ αργά. Αλλά ποτέ δεν είχε και πολύ καλή σχέση με τον χρόνο∙ καθώς ανέβαινε στα χωράφια του, σταμάταγε, ή κυλούσε πολύ πιο αργά απ’ το συνηθισμένο.
Πρώτα πυροβόλησαν τον πατέρα. Μετά εκείνη, που πήγε να τον σώσει. Κι έπειτα τη μάνα της, είπαν για παραδειγματισμό. Ο Θωμάς φτάνοντας, πήρε στα χέρια το κορμί της· όπως του φάνηκε βαρύ, κοιτούσε τριγύρω τους συγχωριανούς, μη ξέροντας τι να το κάνει.
Όταν σας ανέφερα στην αρχή για τη ρωγμή, το έκανα γιατί σε τούτο ακριβώς το σημείο κάθε φορά που μου το έλεγε, έσπαγε πάντα η φωνή και μετά δεν μπορούσα για μέρες πολλές να καταλάβω τι μου έλεγε. Μετά, ερχόταν μόνος του και συνέχιζε την εξιστόρηση από κείνο το σημείο, που επιμελώς το απέκρυπτε στη μνήμη, να μου μιλά για τα υπόλοιπα. Δεν έλαβε μέρος στην αντίσταση, δεν θα τον έπαιρνε κανένας. Σταμάτησε να πηγαίνει στα χωράφια. Τα χωράφια έγιναν ένα μεγάλο δάσος. Δεν πλενόταν κι ούτε έτρωγε σε τραπέζι, μόνο μάζευε τα μήλα που έπεφταν απ’ τις μηλιές. Η μάνα του λίγο καιρό μετά, μέσα στην κατοχή, πέθανε κι αυτή από τον καημό της, οι χωριανοί είπανε απ’ την πείνα, που να ξέρανε κι αυτοί.
Ένα βράδυ, μήνες μετά το φονικό, ο δρόμος του αργά το βράδυ τον έφερε μόνο του έξω από το καφενείο. Παρατημένο και κλειδωμένο. Έσπασε με μια πέτρα το παράθυρο και κατοίκησε εκεί. Δεν έβγαινε πολύ τη μέρα, λες και το φως του ήλιου του έκανε κακό. Μόνο τις νύχτες έβγαινε και πήγαινε εκεί που είχαν θάψει ο πρόεδρος και οι συγχωριανοί τη Μαρία και τους δικούς της. Κοιμότανε πάνω στο μνήμα της, κουλουριαζόταν σαν το δαρμένο το σκυλί επάνω εκεί στο μάρμαρο και μόλις έβγαινε το πρώτο φως της μέρας, προτού τον δει κανείς, ξαναγυρνούσε στο λαγούμι του.
Μια φορά έτυχε να τον δω, γυρίζοντας με το πρώτο φως της μέρας και τρόμαξα πολύ. Πήγαινε σα χαμένος και τραγουδούσε – Μαρία, κατσαρομάλλα λυγερή. Τα κατακόκκινα μαλλιά του είχαν μακρύνει αρκετά και τα γαλάζια μάτια του πετούσαν σπίθες. Του μίλησα, γιατί άκουσα την ιστορία του και γίναμε κάπως σαν φίλοι. Δεν μου απάντησε. Δεν με αναγνώρισε. Μόνο τον σταμάτησε ο ήχος της φωνής μου.
Ξαναγύρισε ακριβώς κατά πίσω, από κει που ερχόταν, τρέχοντας. Με μια ανάσα έτρεξα ξοπίσω. Και κει τον είδα να κρύβεται πίσω από το μνήμα της Μαρίας που είχε πλέον κρυφτεί από χορτάρια κι από βάτα. Λυπήθηκα. Και του το είπα. Και μου απάντησε πότε ήταν η τελευταία φορά που εκείνος λυπήθηκε στη ζωή του. Ήταν ένας πόνος αλλόκοτος. Χαρά μαζί και πόνος. Στην Απελευθέρωση, όταν όλος ο κόσμος, η χώρα, το χωριό αγκαλιαζότανε στους δρόμους και χτύπαγε τις καμπάνες για τα νέα τα χαρμόσυνα, ο Θωμάς πήγε μέρα στο κοιμητήριο για ν’ απαντήσει τη Μαρία.
Όλοι τριγύρω χαίρονταν, ενώ εκείνος στεκότανε μπροστά της μουρμουρίζοντας. Ποιος ξέρει τι της έλεγε. Δεν έμαθε κανείς. Δεν το ξανάπε άλλη φορά. Εκείνη μοναχά, τη μία. Κι άλλους που ρώτησα δεν γνώριζαν να μου το πουν.
Με τα χρόνια σταμάτησε το τραγούδι της Μαρίας. Κανένας δεν ήξερε τι έλεγε ανάμεσα από τα βρώμικα, λευκά του γένια. Κι ένα πρωί, το 2000 που ήμουνα πια χρόνια ξενιτεμένος, έμαθα πως τον βρήκανε επάνω στο τάφο της Μαρίας κοκαλιασμένο από το κρύο, κι αν δεν είχε πάει κάποιος του δήμου να καθαρίσει το ρουμάνι θα έμενε για μέρες ξεχασμένος πάνω εκεί. Και λυπήθηκα όταν έμαθα τον δεύτερο του θάνατο. Γιατί ο πρώτος ήταν μια ρωγμή – εκεί κάπου το ’40 που χύθηκαν οι λογικοί νευρώνες του έξω. Τον έθαψαν δίπλα στην Μαρία. Χωρίς να ξέρουν, κάνανε το σωστό. Έτσι θα το ήθελε κι αυτός. Η δική του απελευθέρωση έφτασε με εξήντα χρόνια καθυστέρηση. Άλλωστε, ποτέ δεν είχε καλή σχέση με τον χρόνο.
ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ
πηγη, neoplanodion.gr