«Καλό εἶναι ὅ,τι μὲ συμφέρει»…

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Επιλογή και επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

Ἔδωσα σ’ ἕναν πατέρα νὰ διαβάσει κάποιο διήγημα. Τὸ διήγημα εἶχε τὸν τίτλο «Ἡ παιδικὴ ἡλικία ἑνὸς ἀρχηγοῦ» κι ἤτανε γραμμένο ἀπὸ τὸν Ζὰν Πὼλ Σάρτρ.[1] Μοῦ τὸ γύρισε πίσω, ἀφοῦ τὸ διάβασε, ἀγαναχτισμένος. «Τί διεστραμμένα πράματα εἶν’ αὐτὰ ποὺ γράφει; Ντροπή!». Τήνε περίμενα μιὰ τέτοια ἀντίδραση. Οἱ σελίδες πού ’χε διαβάσει γκρεμίζανε μὲ σκληρὸ τρόπο ἕνα μύθο. Τὸ μύθο τῆς παιδικῆς ἀθωότητας.

Ὁ γνωστός μου πατέρας ἀρνούντανε νὰ παραδεχτεῖ πὼς εἶναι δυνατὸ κι ὁ γιός του νὰ σκέφτεται καὶ νὰ πράττει σὰν τὸ μικρὸ Λυσιὲν τοῦ διηγήματος. Ὄχι. Ὁ γιός του εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁγνότητα κι ἡ ἀθωότητα. Τοῦ ζήτησα νὰ θυμηθεῖ τὴ δική του παιδικὴ ζωή. Ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπερασπίζεται τὸ ἴδιο ἐπίμονα τὴν ἀθωότητα τῆς τρυφερῆς ἡλικίας στὸ δικό του παρελθόν, ὅσο καὶ στὸ παρὸν τοῦ παιδιοῦ του. Κατάλαβα πὼς δὲν μποροῦσα νὰ τόνε μεταπείσω. Τὰ δικά του παιδικὰ χρόνια ἤτανε γι’ αὐτὸν τώρα ἕνα καταφύγιο. Εἶχαν ἀποχτήσει μιὰ ἀξία, ποὺ δὲν ἀνεχότανε μὲ κανένα τρόπο νὰ τήνε δεῖ νὰ ξεπέφτει.

Πάμπολλα λογοτεχνικὰ ἔργα, πεζὰ καὶ ποιητικά, καὶ μαζὶ ἡ νοσταλγία τῶν ἐνήλικων γιὰ τὸν καιρὸ τῆς ἀνεύθυνης καὶ ξέγνοιαστης ζωῆς τους, συντελέσανε νὰ ριζώσει στὴν κοινὴ συνείδηση ἡ ἰδέα τοῦ παιδιοῦ-ἄγγελου. Μὴν ξεχνοῦμε ἄλλωστε καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πὼς γιὰ νὰ κληρομήσει κανεὶς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρέπει νὰ γίνει ἁγνὸς σὰν τὰ παιδιά. Ἔτσι ὅλοι οἱ γονιοὶ πιστεύουνε στὴν ἀθωότητα τῶν βλαστῶν τους καὶ συχνὰ ἀγωνίζονται μ’ ἕναν ὑπερβολικὸ τρόπο νὰ τοὺς κρατήσουνε μακριὰ ἀπὸ κάθε θέαμα ἢ κουβέντα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λερώσει τὴ «λευκότητα τῆς ψυχῆς» τους. Εἶναι σίγουρο, ἐννιὰ φορὲς στὶς δέκα, πὼς ἂν εἴχανε τὴ δύναμη νὰ κοιτάξουνε στὰ βάθη τούτων τῶν «λευκῶν» ψυχῶν, θὰ νιώθανε μιὰ πολὺ δυσάρεστη ἔκπληξη μ’ ἐκεῖνο ποὺ θ’ ἀντικρύζανε.

Ὅμως τὰ παιδιὰ εἶναι τεχνίτες τῆς ὑποκρισίας, ὅσο δὲ φανταζόμαστε. Ξέρουνε τὴν ἀδυναμία τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας τους γιὰ τὴν τάχα ἀθωότητά τους καὶ φροντίζουνε νὰ διατηρήσουν ὅσο μποροῦνε περισσότερον καιρὸ ζωντανὸ τὸ μύθο της.

Πρέπει νὰ παρακολουθήσει κανεὶς τὸ παιδὶ στὶς σχέσεις μὲ τοὺς ὅμοιούς του, στὶς κουβέντες καὶ στὰ παιγνίδια του. Θὰ δεῖ τότε πὼς ἔχει ὅλα τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κακίες τῶν μεγάλων καὶ μάλιστα στὴν πιὸ πρωτόγονη, τὴν πιὸ ἀκατέργαστη μορφή τους. Εἶν’ ἐγωιστὴς καὶ σκληρὸς πρὸς τοὺς ἄλλους. Εἶναι ἐμπαθὴς καὶ συχνὰ μνησίκακος κι ἐκδικητικός. Πολλὲς φορὲς μοιράζει τὴν ἀγάπη του ἀνάλογα μὲ τὰ ὑλικὰ ὠφελήματα ποὺ θά ’χει. Καὶ συνήθως ξέρει πολὺ περισσότερα πράματα ἀπ’ ὅ,τι νομίζουν οἱ γονιοί του γιὰ τὴ σχέση τῶν δυὸ φύλων. Τὸ παντοδύναμο ἔνστιχτο ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη ὁλότελα ξυπνήσει μέσα του, βρίσκει τὴν ἐκδήλωσή του σὲ στιχάκια μὲ χυδαῖο περιεχόμενο ἢ σὲ παιγνίδια μισοαθῶα-μισοσεξουαλικά.

Δὲν εἶναι σπάνιο νὰ βρεθεῖ κανεὶς σὲ κάποια γειτονιὰ μπροστὰ σὲ μιὰ παρέα παιδιῶν ποὺ νὰ παίζουνε βασανίζοντας ἕνα ζῶο –συνήθως γάτα ἢ σκύλο. Ἂν ἔχει τὴν ὑπομονή  ‒ καὶ τὴ νευρικὴ ἀντοχὴ συχνά ‒ νὰ μείνει καὶ νὰ παρακολουθήσει ὣς τὸ τέλος, θὰ δοκιμάσει κατάπληξη γιὰ τὴν ἐφευρετικότητα τῶν μικρῶν βασανιστῶν καὶ γιὰ τὴν ψυχική τους σκληρότητα. Ὄχι μόνο ἐκτελοῦνε μ’ ἀπόλυτη ψυχραιμία τ’ ἀνατριχιαστικὸ ἔργο τους, μὰ καὶ διασκεδάζουν ὁλόψυχα μὲ τοὺς σφαδασμοὺς τῆς ἀγωνίας τοῦ ζώου. Καὶ δὲν εἶναι παιδιὰ μὲ ἐγκληματικὰ ἔνστιχτα. Κάθε ἄλλο.

Γιὰ τὸ παιδὶ ἰσχύει περισσότερο κι ἀπὸ τὸν ἐνήλικο τὸ σοφιστικό: «Καλὸ εἶναι ὅ,τι μὲ συμφέρει». Ἴσως ἕνας δάσκαλος νὰ καταφέρει νὰ τὸν ἀγαπήσουνε οἱ μαθητὲς τῆς τάξης του. Ὅμως ποιός ἀπ’ αὐτοὺς θὰ λυπηθεῖ ἂν μάθει πὼς ὁ δάσκαλος ἀρρώστησε; Τὸ ἀντίθετο. Ὅλοι θὰ χαροῦνε, γιατί, καθὼς θυμούμαστε κι ἀπὸ τὰ δικά μας σχολικὰ χρόνια, ἀρρώστια τοῦ δασκάλου σημαίνει «ὄχι μάθημα». Καὶ πόσοι ἀπὸ μᾶς δὲν εὐχηθήκανε τὸ θάνατο ἐκείνου ποὺ κάποτε μᾶς ἐχτύπησε, εἴτε ξένος ἤτανε, εἴτε ὁ ἴδιος ὁ πατέρας μας; Μπορεῖ κιόλας νὰ προσευχηθήκαμε, μὲ τὴν ἁπλοϊκὴ πίστη ἐκείνης τῆς ἡλικίας, γιὰ τὸ κακό του.

Ὅλα τοῦτα ‒ καὶ πόσα ἄλλα! ‒ νομίζω πὼς εἶναι ἐλάχιστα ἀθῶα κι ἀγγελικά. Τὸ παιδὶ στὰ δέκα ἢ στὰ δώδεκα χρόνια του ἔχει μέσα του τὸ σπέρμα ὅλων τῶν κακιῶν ποὺ θ’ ἀναπτυχθοῦν ἀργότερα. Ὅπως ἔχει καὶ τὸ σπέρμα τῶν ἀρετῶν. Στὰ τριάντα ἢ στὰ σαράντα του θά ’χει τὰ ἴδια προτερήματα καὶ τὰ ἴδια ἐλαττώματα τῆς σχολικῆς ἡλικίας περισσότερο ἐξελιγμένα. Τίποτ’ ἄλλο.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

[1] Το διήγημα του Σαρτρ «Ἡ παιδικὴ ἡλικία ἑνὸς ἀρχηγοῦ», γραμμένο το 1938, είναι το τελευταίο και εκτενέστερο της συλλογής πέντε διηγημάτων Ο τοίχος. Σύμφωνα με τα αρχειακά ευρήματα ο Γιώργης Μανουσάκης είχε αγοράσει και διαβάσει το βιβλίο το 1961, μόλις δηλαδή είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις Δέλτα σε μετάφραση Όθωνος Αργυροπούλου. Η συζήτησή του στην επιφυλλίδα με «έναν πατέρα» και η μεταξύ τους διαφωνία φαίνεται τέχνασμα, για να εκθέσει με επιχειρήματα τη θέση του ότι η παιδική αθωότητα είναι μύθος.