Απόσπασμα από την «Αρφανούλα», διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

Ἰδὼν τότε ὁ Σπῦρος ὅτι διὰ τῶν ἀπειλῶν οὐδὲν κατώρθου, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος ἐγίνετο, ἀπεφάσισε νὰ μεταχειρισθῇ τὰς δεήσεις. Εἰς τὰ τοιαῦτα, δεήσεις καὶ δάκρυα, οἱ ἀργοὶ εἶνε θαυμάσιοι· ἠμποροῦν νὰ μεταπείσουν καὶ αὐτὸν τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ νᾶ μεταβάλῃ γνώμην περὶ αὐτῶν, ὄχι τὴν γυναικεῖαν τῆς Ἀρφανούλας διάνοιαν, ἡ ὁποία ἐπείθετο ἀμέσως ὡς τὸ μικρὸν παιδίον.

− Μὴ βλέπῃς, ἔλεγε κλαίων σχεδὸν ὁ Σπῦρος, μὴ ἀκούῃς. Ἀρφανοῦλα μου, μὲ κυνηγᾷ ἡ ἀτυχία. Ξέρω ἐγὼ τὴν δουλειά μου. Ἂς μὴν ἄνοιγε τὸ διπλανὸ καφενεῖο, καὶ θἄβλεπες σήμερα τὸν Σπύρο. Ἂς ἔπεφτε ὁ γέρως, νὰ διαλυθῇ ἡ βουλή, καὶ θἄβλεπες τὸν Σπύρο ‘ς τὴν Πάτρα, ‘ς τὴν σταφίδα νὰ γυρίσῃ πίσω μὲ χρυσᾶ ὡρολόγια.

Γυνὴ ἦτο, ἀδελφή του ἦτο, εὐσπλαγχνικὴ φύσις ἦτο.

Ἡ Ἀρφανοῦλα ἐκάμφθη.

Καὶ ὁ Σπῦρος μετά τινας ἡμέρας, ἐκεῖ παρὰ τὴν Ἁγίαν Μαρίναν, χωμένος μέσα εἰς ἕνα μικρὸν ἐμπορικάκι, γεμᾶτο ψιλικὰ ποικιλώνυμα, μὲ κατάστιχα, μὲ καλαμάρια, καὶ πέννες νὰ σημειώνῃ, μὲ ἀπομεινάρια τοῦ ἐργοστασίου τῆς Ἀρφανούλας διὰ τὰς πτωχὰς ἐκεῖ κορασίδας, ποῦ τρελλαίνονται γιὰ ἕνα φτερό, ἢ γιὰ ἕνα ψευδοάνθος, ἐπώλει, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ καὶ ὁ ἴδιος τί κάμνει.

− Πῆγες καμμιὰ μέρα, νὰ ἰδῇς τί κάμνει ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός σου;

Ἠρώτησε μετά τινας μῆνας τὴν Ἀρφανοῦλαν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, θυμωμένος διότι δὲν εἰσηκούσθη.

− Εἶχα καιρόν; … Ἀπήντησεν ἡ Ἀρφανοῦλα.

Ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὅμως, τὰκ−τὰκ περιερχόμενος ὅλας τὰς συνοικίας καθ’ ἑκάστην, εἶχε καιρόν. Καὶ ἔμαθεν ὅτι εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίναν ἄνοιξεν ἕνα ἐμπορικάκι ποῦ πωλεῖ φθηνά, πάμφθηνα, ποῦ δὲ ζητάει τὰ βερεσέδια ὁ ἐμποράκος, ποῦ δὲν σημειόνει, ποῦ τὸν γελᾶνε τὰ παιδάκια καὶ τὰ κοριτσάκια· ποὺ τοῦ κλέβουν τὰ κονδύλια καὶ τὴς πλάκαις καὶ τὴς κορδελίτσαις ἀπὸ μπροστὰ ἀπο τὰ μάτια του, καὶ τόσα ἄλλα.

Ἡ Ἀρφανοῦλα τὰ εἶπεν αὐτὰ εἰς τὸν ἀδελφόν της, χωρὶς ν’ ἀναφέρῃ τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν. Ἀλλ’ ὁ Σπῦρος τὰ διέψευδεν. Ἔλεγεν ὅτι τὰ διαδίδει αὐτὰ ἕνας φούρναρης ἐκεῖ δίπλα του, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ εἶδεν ὅτι τὸ μαγαζάκι του ἔκαμνε δουλειά, παρήγγειλε καὶ αὐτὸς καὶ τοῦ ἔφκιασαν μέσα εἰς τὸν φοῦρνον μιὰ μόστρα καὶ ἔβαλε κάμποσα ψιλικὰ καὶ αὐτὸς καὶ τὰ κατέβασεν ἐλεεινά, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι τοῦ ἔκοψε τοῦ Σπύρου τοὺς μουστερῆδες. Γιατὶ αὐτὸς εἶνε κατεργάρης καὶ ὅσα σπίτια δὲν στέλνουν τὰ παιδιά τους νὰ ψωνίσουν τὰ ψιλικὰ ἀπὸ αὐτόν, δὲν τοὺς δίνει ψωμὶ κρέντιτο. Νά, αὐτὰ εἶνε τὰ σωστά. Ὅτι δηλαδή, Ἀρφανοῦλα μου, ἡ ἀτυχία μὲ κυνηγᾷ· καὶ νὰ πῇς χαιρετίσματα εἰς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν ὅτι ὁ Σπῦρος εἰμπορεῖ νὰ εἶνε ἄτυχος, τεμπέλης ὅμως δὲν εἶνε.

Ἡ Ἀρφανοῦλα ἕνεκα συσσωρεύσεως παραγγελιῶν ἐν τῷ ἐργοστασίῳ, δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ φροντίσῃ ἐγκαίρως· καὶ οὕτως μὲ τὴν νέαν ἐπιχείρησιν τοῦ ἀδελφοῦ της ἐζημιώθη ἄλλας χιλίας δραχμάς.

Ἐπῆγε νὰ σκάσῃ ἀπὸ τὸν θυμόν του ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς. Ἀλλ’ ἐνόμιζε πλέον ὅτι ἡ Ἀρφανοῦλα ἔβαλε γνῶσιν, ὅτε τὴν παραμονὴν τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἐλθὼν νὰ χαιρετίσῃ τὴν ἀνεψιάν του διὰ τὰ Χριστούγεννα, μετά τινα καιρόν, βλέπει καὶ ἡτοίμαζε διάφορα παιγνιδάκια καὶ ἀθύρματα πολλά, σωρὸν μεγάλον.

Ὁ Σπῦρος ἔλειπε.

− Τί εἶν’ αὐτὰ Ἀρφανοῦλα; ἠρώτησεν ὁ θεῖός της. Κἄτι πολλὰ δῶρα θὰ κάμῃς ἐφέτος. Μήπως τὸν ἀρραβώνιασες τὸν Σπῦρο, κρυφὰ ἀπὸ τὸν μπάρμπα−Σταυρῆν; Νὰ σοῦ πῶ, δὲν θὰ ἦταν ἄσχημα. Ὁ γάμος εἶνε σἂν τὸ τυπογραφικὸ πιεστήριον καὶ μπορεῖ νὰ στρώσῃ καὶ ὁ Σπῦρος.

Ἡ Ἀρφανοῦλα ἐγέλασε. Καὶ διηγήθη εἶτα εἰς τὸν θεῖόν της τὰ συμβαίνοντα.

−Τί νὰ σοῦ πῶ, μπάρμπα−Σταυρῆ. Τὸν λυπήθηκα. Δὲν βαστᾷ ἡ ψυχή μου. Δὲν ἔχει παντελόνι νὰ φορέσῃ. Ἔπεσε ‘ς τὰ πόδια μου μὲ τὰ δάκρυα, σἂν μωρό, καὶ μοῦ εἶπεν. Ἀπ’ τὸν Θεὸν καὶ στὰ χέρια σου, ἀδελφούλα μου. Ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σὲ βαρύνω. Δάνεισέ μου ἕνα κατοστάρικο νὰ στήσω ‘ς τὴν Καπνικαρέα ἕνα τραπέζι νὰ πωλήσω Πρωτοχρονιάτικα, νὰ βγάλω μιὰ φορεσιὰ ροῦχα τὸ ἐλάχιστο. Σὲ λίγαις ἡμέραις θὰ τὸν φᾶνε τὸν Γέρω, τέλος πάντων. Καὶ ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σὲ βαρύνω. Τὸ βλέπω κ’ ἐγώ. Κοντζάμ ἄνδρας ὡς ἐκεῖ ἐπάνω, νὰ μένω χωρὶς δουλειά! Φταίει καὶ ὁ μακαρίτης ὁ γέρω−Λαχανᾶς. Ὅταν μοῦ ἔλεγε, βρὲ Σπυράκι μου, βρὲ Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αὐτὸς μέσα ‘ς τὸν ἱδρῶτα καὶ τὰ χώματα, ἔπρεπε νὰ σηκώσῃ τὴν τσάπα του νὰ μοῦ κάμῃ μιὰ τρύπα ‘ς τὸ ξερό μου, νὰ ἔμβῃ μέσα ὀλίγη γνῶσις.

Καὶ ἔκλαιεν ὁ καϋμένος…

Τὸν λυπήθηκα μπάρμπα−Σταυρῆ. Ἔπειτα νὰ ποῦμε καὶ τοῦ φτωχοῦ τὸ δίκαιο. Τὸν κυνηγᾷ καὶ ἡ κακοτυχία. Δὲν εἶνε μονάχη ἡ κακομοιριά.

− Μὰ δὲν ξέρεις, κορίτσι μου, ὅτι ὅπου κακομοιριά, ἐκεῖ καὶ κακοτυχία;…

Οὕτω λοιπὸν ὁ Σπῦρος τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, μὲ τὴν πονηρίαν του καὶ μὲ τὴν φυσικὴν ἀγαθότητα τῆς Ἀρφανούλας τὰ κατάφερε πάλιν· καὶ τὸν εἴδομεν τὴν παραμονὴν τῆς πρωτοχρονιᾶς πρωῒ − πρωΐ, παρὰ τὸ Ἅγιον Βῆμα τῆς Καπνικαρέας, ἐμπρὸς εἰς μίαν τράπεζαν γεμάτην ποικιλώτατα εὐθηνὰ ἀθυρμάτια, στρέφοντα, τῇ συμβουλῇ τοῦ θείου του, μίαν τεραστίαν ροκάναν, κρώζουσαν ἐκεῖ θρηνητικῶς, πρώτην − πρώτην αὐτήν, ὡς τὸ ἐγερτήριον τῆς μεγάλης ἐμπορικῆς ὁδοῦ, τὴν τρελλὴν ἐκείνην ἡμέραν.

Ἀλλὰ μόλις ἐξηφανίσθη ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς μὲ τὰ τρία ξύλα του, ὡς εἴδομεν, καὶ ψεκάδες πυκναὶ ἤρχισαν νὰ πίπτουν.

Ὁ ἄνεμος ἐτράπη πρὸς τὸ βορειοανατολικὸν τοῦ ὁρίζοντος καὶ μετ’ ὀλίγον βροχὴ δαρτὴ ἤρχισε νὰ πίπτῃ. Θόρυβος ἐπηκολούθησε τότε καὶ ταραχὴ μεγάλη εἰς τὰς πέριξ ἐκεῖ ἄλλας τραπέζας τῶν παιγνιοπωλῶν, καὶ φωναὶ καὶ βλασφημίαι ἠκούσθησαν. Ἄλλοι μὲ λευκὰς σινδόνας ἐσκέπαζον τὰ πρὸς πώλησιν ἀθύρματα, ὡς νὰ τὰ ἐσαβάνοναν, καὶ ἄλλοι εἰσεκόμιζον τὰς τραπέζας των εἰς τὰ ἐγγὺς ἐμπορικά. Οἱ ἔμποροι, ἀπηλπισμένοι συνέκρουον τὰς χεῖράς των ὡς οἱ σταφιδοκτήμονες, βραχείσης τῆς σταφίδος. Οἱ ὑπάλληλοί των ἐγελοῦσαν σκαστά.

Ὁ Σπῦρος τότε τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, ἀνοίξας τὴν ὀμβρέλλαν του, εἶχεν αὐτὴν τὴν πρόνοιαν, μὲ ὅλην τὴν ἀνικανότητά του ἦτο γεμάτος πονηρίαν, ἀνέμενε νὰ παύσῃ ἡ βροχὴ κ’ ἐξηκολούθει νὰ συστρέφῃ τὴν τεραστίαν ροκάναν.

Οὐδεὶς διαβάτης ἐτόλμησε νὰ προβάλῃ ἐπὶ τόσας ὥρας καὶ ἐκινδύνευε νὰ κηδευθῇ ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἔτους ἐκείνου ἄνευ τῆς προπομπῆς, ἀλλὰ μόνον μὲ τοὺς θρηνητικοὺς κρωγμοὺς τῆς ροκάνας τοῦ Σπύρου, τοῦ υἱοῦ τοῦ γέρω−Λαχανᾶ.

Διότι ἀληθῶς μετ’ ὀλίγον ὁρμητικὴ θύελλα ἐκραγεῖσα, θαρρεῖς καὶ ἀπέλυσεν ἐπὶ τῆς πόλεως ὁλόκληρον τροῦμπαν. Καταρράκται κατακλυσμοῦ ἀνοίχθησαν καὶ ρεῦμα μετὰ ἠχηρᾶς βοῆς κατῆλθεν ἀμέσως ἀπὸ τοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖον παρέσυρε πᾶν τὸ προστυχόν. Οἱ ἔμποροι ἔσπευδον ν’ ἀποσύρωσιν ἀπὸ τῶν θυρῶν των τὰ πρὸς πώλησιν πράγματα. Ἡ δὲ τράπεζα τοῦ Σπύρου, μὴ προνοήσαντος νὰ τὴν εἰσαγάγῃ ἐγκαίρως εἴς τι ἐμπορικόν, ὡς ἔπραξαν πρὸ μικροῦ οἱ ἄλλοι παιγνιοπῶλαι, ἀνετράπη φεῦ! καὶ τὰ παίγνια ὅλα καὶ ὅλα τὰ ἀθύρματά του οἰκτρῶς παρεσύρθησαν ὑπὸ τοῦ χειμάρρου κ’ ἐξηφανίσθησαν εἰς τὴν ἐκεῖ πλησίον μεγάλην καταβόθραν.

Καὶ ἐσώθη μόνος ὁ Σπῦρος τοῦ γέρω−Λαχανᾶ, ὡς ὁ τελευταῖος ἄγγελος τοῦ Ἰώβ, ἵνα ἀναγγείλῃ τὴν θλιβερὰν εἴδησιν εἰς τὴν ἀδελφήν του.

− Πὲς χαιρετίσματα εἰς τὸν μπάρμπα−Σταυρῆ, εἶπε θρηνῶν ὁ Σπῦρος, πές του ποῦ ξέρῃ νὰ κάνῃ τὸ ξυλόσοφο, ὅτι ὁ Σπῦρος δὲν εἶνε τεμπέλης, ἀλλὰ τὸν κατατρέχει ἡ ἀτυχία…

Κατόπιν, μετὰ μεσημβρίαν, ὁ οὐρανὸς τῆς Ἀττικῆς, ὁ ἀπατεών, ἐξαστέρωσε κ’ ἔγεινεν ἀρκετὴ κίνησις, ὁ δὲ σχηματισθεὶς βόρβορος συνετέλεσεν εἰς τὸ νὰ ἀνυψώσῃ εἰς βακχικὴν τελετήν, τὴν γενομένην ἐκεῖνο τὸ ἔτος παρέλασιν τῶν Ἀθηναίων.

− Δὲν ξεύρω, τέλος πάντων, ἔλεγεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς ὁ Ξυλοπόδαρος, ἐλθὼν τὴν ἐπαύριον νὰ χαιρετίσῃ τὴν Ἀρφανοῦλαν, δὲν ξεύρω ποῖος πταίει, ὁ ἀδελφός σου ἢ ἡ ἀτυχία του. Σοῦ τὸ εἶπα ὅμως καὶ ἄλλαις φοραίς. Ὅπου κακομοιριὰ ἐκεῖ καὶ ἀτυχία. Ἔπειτα ἐσὺ διαβάζεις βιβλία. Δὲν ξεύρεις ὅτι «κακομοίρης» θὰ πῇ ἄτυχος; Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε, ἐτελείωσεν ὁ μπάρμπα−Σταυρῆς, ὅτι ἂν ὁ Σπῦρος ἐπήγαινεν ἀπὸ μικρὸς σὲ κανένα Μοναστῆρι, μποροῦσε σήμερα νὰ εἶνε κάτι τι. Κ’ ἐκτύπησε τὸν ξύλινον πόδα του κραταιῶς ἐπὶ τοῦ πατώματος, ὡς νὰ ἐκτυποῦσε τὴν κεφαλήν του, διότι δὲν τὸ εἶπεν αὐτό, ὅταν ἔπρεπε.

Απόσπασμα από την «Αρφανούλα», διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

(πηγή: greek-language.gr, Aλ. Μωραϊτίδης, «Διηγήματα», πρόλ. Βλ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, Σιδέρης, 1921, σελ. 161−180)

Ο σκιαθίτης λογοτέχνης, ακαδημαϊκός, εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1850 και απεβίωσε στις 25 Οκτωβρίου 1929.