ΟἹ ΑἸΏΝΙΟΙ ἜΦΗΒΟΙ (ΔΙΗΓΜΑ του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ)

ΟἹ ΑἸΏΝΙΟΙ ἜΦΗΒΟΙ

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Επιλογή και επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

Το παρακάτω δυσεύρετο κείμενο του Γιώργη Μανουσάκη είναι μία επιφυλλίδα από τις πενήντα τρεις, που κάτω από τον υπέρτιτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ» δημοσίευε στην εφημερίδα Κῆρυξ των Χανίων· 21 Μαΐου του 1961, σε ηλικία 28 ετών, δημοσίευσε την πρώτη με τον μεταφορικό τίτλο «Μποτίλιες στο πέλαγος» και 4 Ιουλίου του 1965 την τελευταία, οπότε, όπως ο ίδιος έλεγε, διέκοψε τη συνεργασία του με την εν λόγῳ εφημερίδα, λόγω των «Ιουλιανών», δηλαδή της «Αποστασίας» του ιδιοκτήτη της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η επιφυλλίδα της ανάρτησης δημοσιεύτηκε την Κυριακή 6 Αυγούστου 1961.

~.~

Ὁ μέσος, ὁ προσγειωμένος ἄνθρωπος ἂν τύχει νὰ διαβάσει ἢ ν’ ἀκούσει κάτι γύρω ἀπὸ τὴ ζωὴ ἑνὸς καλλιτέχνη, πάντα θὰ κουνήσει μὲ οἶχτο τὸ κεφάλι του καὶ θὰ πεῖ: «Ἤτανε τρελός». Καὶ τούτη τὴ σύντομη κι ἀδίσταχτη κρίση του τίποτα δὲ θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἀναιρέσει.

Ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος ἔχει γιὰ ὁδηγό του τὴν πραχτικὴ λογική. Κάνει ὅ,τι εἶναι λογικό. Καὶ λογικὸ εἶναι γι’ αὐτὸν ἐκεῖνο ποὺ θὰ τὸν ὠφελήσει. Ἢ, ἔστω —στὶς πιὸ ἰδανικὲς περιπτώσεις— ἐκεῖνο ποὺ θὰ ὠφελήσει τὸ σύνολο. Τὰ πάντα εἶναι ξεκαθαρισμένα καὶ ταχτοποιημένα μέσα στὸ μυαλό του. Δὲν προχωρεῖ στὴν πραγματοποίηση μιᾶς πράξης, ἂν δὲν ἔχει ἐξετάσει ἀπὸ πρὶν ὅλα τὰ πιθανὰ ἀποτελέσματά της.

Ἔτσι σὰ μελετᾶ τὴ ζωὴ ἑνὸς ποιητῆ ἢ ἑνὸς ζωγράφου, τήνε βλέπει γεμάτη παραλογισμοὺς καὶ παιδιαρίσματα. Κάποτε τήνε κρίνει κι ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν κοινωνία. Γιατὶ τούτη ἡ ζωὴ κινεῖται ἔξω ἀπὸ τοὺς κανόνες ποὺ ὁρίζουνε τὴ δική του. Κι ὁ φρόνιμος, ὁ ὠφελιμιστὴς ἄνθρωπος βρίσκεται σ’ ἀδυναμία νὰ τήνε καταλάβει καὶ νὰ τὴν ἐξηγήσει. Κι ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ βλέπει πάντα μὲ δυσπιστία κι ἐχθρότητα.

Ὁ ποιητής (παίρνω τὴ λέξη μὲ τὴν πλατειά της σημασία), εἶν’ ὁ ἄνθρωπος τοῦ πάθους. Σ’ αὐτὸν δὲν κυριαρχεῖ ἡ ψυχρὴ λογική. Μήτε κἂν ἰσοζυγιάζεται μὲ τὸ συναίστημα. Τοῦτο τὸ τελευταῖο εἶναι τόσο πλούσιο μέσα του, ποὺ τόνε παρασέρνει ὅπου αὐτὸ θέλει. Καί, καθὼς ξέρομε, τὸ συναίστημα εἶναι τυφλό, εἶναι ἄλογο.

Ὁ ποιητὴς ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ ἑνὸς ἔφηβου. Εἶναι ἐγωκεντρικὸς καὶ μαζὶ ἰδεολόγος. Εἶναι ἀπόλυτος στὶς προτιμήσεις καὶ στὶς ἀντιπάθειές του. Ἀγαπᾶ καὶ μισεῖ ὁλόψυχα. Ἐνθουσιάζεται κι ἀπογοητεύεται εὔκολα. Πληγώνεται μὲ τὸ παραμικρό. Λατρεύει τὴν ὀμορφιά. Ἡ ψυχολογική του ἐξέλιξη μοιάζει σὰ νά ’χει σταματήσει στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία. Τὸ καταστάλαγμα κι ἡ ὡριμότητα δὲν ἤρθανε ἀκόμη –καὶ δὲ θά ’ρθουνε ποτέ. Εἶναι, λοιπὸν, ἕνας ἄρρωστος; Ἴσως. Ὅμως ξέρομε τί εἶν’ ἀρρώστεια καὶ τί ὑγεία;

Ζῶντας μέσα σ’ ἕναν κόσμο ὅπου κυβερνᾶ «ὁ νοῦς, ὁ μικρόψυχος νοικοκύρης», καθὼς τόνε λέει κάπου ὁ Καζαντζάκης, οἱ ποιητές, οἱ αἰώνιοι τοῦτοι ἔφηβοι, πονοῦνε κι ὑποφέρουνε. Ὅλη τους ἡ ζωὴ εἶν’ ἕνας ἀγώνας νὰ ἰσορροπήσουν ἀνάμεσα στὸν ξένο, τὸν ἐχθρικὸ ἐξωτερικὸ κόσμο καὶ στὴν ἀξεδίψαστη κι ἀνήσυχη, τὴ μεγάλη τους ψυχή. Λίγοι τὸ πετυχαίνουν. Οἱ πιὸ πολλοὶ γυρεύουνε διέξοδο στὴ φυγή. Κατασκευάζουνε μὲ τὴ φαντασία καὶ μὲ τὴν Τέχνη τους ἕνα δικό τους κόσμο καὶ κλείνονται ἐκεῖ μέσα. Μὰ εἶναι κι οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖνοι ποὺ τσακίζονται καὶ φτάνουνε στὴν παραφροσύνη ἢ στὴν αὐτοχτονία. Καμιὰ ἄλλη ἀνθρώπινη τάξη δὲν ἔχει τόσους παράφρονες ἢ αὐτόχειρες ὅσο ἡ τάξη τῶν καλλιτεχνῶν.

Ἔρχεται στὸ νοῦ μου τούτη τὴ στιγμὴ ὁ Βικέντιος βὰν Γκὸγκ ἐκείνη ἡ φλεγόμενη καρδιά. Εἶχε μέσα του ἕνα τόσο μεγάλο ἀπόθεμα ἀγάπης ποὺ πλάνταζε, δὲ μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει, ἂν δὲν εἶχε ποῦ νὰ τήνε ξοδέψει. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀγαποῦσε χωρὶς μέτρο, μ’ ἀληθινὸ πάθος. Τὶς γυναῖκες ποὺ συνάντησε καὶ τοὺς βασανισμένους ἐργάτες τοῦ Μπορινάζ.[2] Τοὺς φίλους του καὶ τ’ ἄψυχα ποὺ τόνε τριγυρίζανε. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἤτανε στενόκαρδοι. Δὲ μπορούσανε νὰ βαστάξουνε τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν ἀποκρούσανε. Γιὰ ὅλους ἤτανε τρελὸς ἐνῶ εἶχε ἀκόμη τὰ λογικά του. Δὲν τοῦ ’μενε παρὰ ἡ ζωγραφική. Μὰ ὁ μουσαμᾶς δὲν μποροῦσε νὰ χωρέσει ὅλο τὸ περίσσευμα τῆς ἀγάπης του. Τὸ τέλος του ἤτανε κι ἡ λύτρωσή του.

Ὅσο ὁ νοῦς θά ’ρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸ συναίστημα, οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι θὰ βλέπουνε μὲ ὑποψία, συχνὰ καὶ μ’ ἐχθρότητα τοὺς ποιητές. Θὰ διαβάζουνε, θὰ βλέπουν ἢ θὰ παίζουνε τὰ ἔργα τους, θὰ μιλοῦν ἐγκωμιαστικὰ γι’ αὐτὰ καὶ θὰ πληγώνουνε τοὺς ἴδιους. Ἴσως νὰ πρέπει νὰ γίνεται ἔτσι. Ἴσως νά ’ναι ἀπαραίτητος ὁ πόνος τοῦ δημιουργοῦ, γιὰ νὰ γίνουνε τὰ θαυμαστὰ κρύσταλλα τῆς Τέχνης.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

[2] Μπορινάζ (Borinage): Περιοχή του Βελγίου με ανθρακωρυχεία· εκεί σε ηλικία 25 ετών ο Βίσεντ βαν Γκονγκ, διορισμένος ιεροκήρυκας, κηρύττει στους ανθρακωρύχους· η μεγάλη συγκίνησή του από τη φτώχεια και τα δεινά τους θα μετουσιώνεται για χρόνια σε έργα τέχνης (σημ. της επιμ.).

Πηγή: neonplanodion