Απο το χωριό Στρώμη στην ορεινή Παρνασσίδα μέχρι τη Συκιά Δωρίδος απόσταση 12 χλμ -20 λεπτά διαδρομή. Το 1968 ο πατέρας μας Ταξιάρχης έκανε 8 ώρες τη διαδρομή αυτή με το 4Χ4 λεωφορείο άγονης γραμμής. Στη διαδρομή έκοψε με τσεκούρι πεσμένα δέντρα, έσπασε με τη βαριοπούλα πεσμένους βράχους, έχτισε με πέτρες πεσμένα σημεία του δρόμου, βούλωσε με κλαδιά και αμμοχάλικο νεροφαγώματα, έχασε στο δρόμο μια μπροστινή αλυσίδα και έφτιαξε αυτοσχέδια με σχοινιά που την έχασε και αυτή στην τελευταία ανηφόρα για την πλατεία του χωριού όπου και η φωτογραφία. (Αφησε πίσω του ένα δρόμο ξανά προσβάσιμο, τον οποίο και συντήρησε στο επόμενο δρομολόγιο, με βοήθεια την υπομονή των επιβατών, αφού σταμάταγε κάθε λίγο για τα έργα συντήρησης, και έκανε τη διαδρομή αντί 8 ώρες 2 μόνον ώρες!) Και ήσυχος πια με όλα αυτά έκανε κανονικά το δρομολόγιο για Λαμία και να επιστρέψει στα χωριά με τρόφιμα, φάρμακα για τους χωριανούς και ότι άλλο είχε ανάγκη ο καθένας.
Το χωριό βέβαια δεν είχε πρόβλημα με διακοπή ρεύματος γιατί απλά δεν είχε πάει το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Ούτε διακοπή στο νερό, γιατί δεν υπήρχε δίκτυο και το νερό το κουβαλούσαν απο τη βρύση στο ανηφορικό γκαλντερίμι με πάγο. Υπήρχε κράτος τότε! Δηλαδή οι κάτοικοι των χωριών, ήταν αυτοδιοίκητοι και δεν περίμεναν κανέναν να τους σώσει.
Μερικές φορές, οι αυτοκινητιστές της άγονης γραμμής απο τα γύρω χωριά -Μουσουνίτσα/Στρώμη/Πανουργιά/Μαυρολιθάρι/Πυρά, με συνεννόηση μέσω του κοινοτικού τηλεφώνου, συναντιότουσαν λίγο πρίν απο τα πιο δύσκολα σημεία, το ένα αυτοκίνητο πίσω απο το άλλο, και με αλυσίδες στους 4 τροχούς και φτυάρια άνοιγαν δρόμο στο χιόνι για να κάνουν το δρομολόγιο. Ήταν χάρμα να ακούς τον πατέρα μου Ταξιάρχη και τον μπάρμπα Μήτσο το Μώκο να “μολογάνε” αυτές τις ιστορίες στον Ξενώνα στο Μαυρολιθάρι μέχρι πρίν λίγα χρόνια. Αυτά όμως είναι παραμύθια μιας άλλης εποχής, που δεν γνώρισε τις δυσκολίες του σημερινού πολιτισμού.
Η όποια σύγκριση με την κατάσταση σήμερα σε Μελίσσια, Κηφισιά, Εκάλη, Δροσιά και αλλού είναι απλά συμπτωματική και δεν έχει καμία σχέση με πραγματικά πρόσωπα και αναξιοπαθούντες στα Βόρεια Προάστια!
Α! επι τη ευκαιρία, μια 100% αληθινή ιστορία για τα Βόρεια Προάστια. Εκεί που είναι σήμερα τα Βουλευτικά και στον Κοκκιναρά, ήταν παληά μόνο τσέλιγκες, κοπάδια και μαντριά. Την δεκαετία του ΄50, η Βουλή αποφάσισε επειδή είναι ωραίο το μέρος, να απαλλοτριώσουν την περιοχή για να κάνουν κατοικίες για τους βουλευτές γιαυτό και η ονομασία Βουλευτικά. Όταν το έμαθαν οι τσελιγκάδες, σηκώθηκαν και πήγαν στη Βουλή, όπου τους δέχτηκαν για ακρόαση. Ο πρόεδρος της Βουλής ή κάποιος Υπουργός, ένα απο τα επιχειρήματα που παρουσίασε ήταν και το εξής αυτολεξί : “βρε πατριώτες και εσείς πρέπει να καταλάβετε ότι εκεί που πάνε οι κυρίες μας για βόλτα, κάθονται χάμω στις πέτρες και γεμίζουν τσιμπούρια επειδή εκεί βοσκάτε τα πρόβατα….” Οπότε σηκώνεται έξαλλος ο αρχιτσέλιγκας με την κεντητή αγκλίτσα, την κουνάει απειλητικά μπροστά στα μέλη της Βουλής και τους Υπουργούς κα τους λέει : “τι λές ρε παληοκερατά Υπουργέεεε! Οι δικές σου κυρίες γεμίζουν τσιμπούρια, οι δικές μας προβατίνες που γέμισαν μουνόψειρες μας ρώτησες……” Ηθικόν δίδαγμα των ημερών : αν δεν είχαν κάνει τα Βουλευτικά, την Πολιτεία, τον Κοκκιναρά και την Εκάλη πρώτη κατοικία Υπουργοί και Βουλευτάδες και όλοι οι φραγκάτοι (υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα), δεν θα είχαν σήμερα προβλήματα ούτε με την ηλεκτροδότηση ούτε με το νερό. Χωρίς βέβαια να μπούμε στον πειρασμό να σκεφτούμε : έκαναν που έκαναν εκεί πολιτείες και οικισμούς, είχαν όλα τα χρόνια τους νόμους, το κράτος, τις υπηρεσίες και τα λεφτά στα χέρια τους, ας το έκαναν τουλάχιστον σωστά. Έκαναν όμως ότι και στο κράτος : αυτά που ζούμε τα τελευταία 10 χρόνια. Εύχομαι καλό ξεχιόνισμα σε όλους απο τα Βουλευτικά και ακόμη παραπέρα, με χιλιάδες σέλφι για τον ηρωϊσμό του καθένα χωριστά, για να τους γράψουμε εκεί που πρέπει και να γιορτάσουμε μετά τα 200 χρόνια με υπερηφάνεια (και πολλά κονδύλια κρατικά).
Γιώργος Πετσωτάς.